Ads Top

μανούλα

 έργο της λογοτεχνικής Πιπίτσας

Έτσι μεγάλωσε. Ήθελε πάντα να κυλιέται σε ωκεανούς από μωρουδένιο χνούδι. Αυτή η ακατάσχετη μυρωδιά από αφροσαμπουάν ξεχείλιζε τα πρωινά το μπάνιο του, σκαρφάλωνε στα παράθυρα του σπιτιού και ξεχυνόταν στους δρόμους της γειτονιάς. Κι η κολώνια η ανελλιπώς παιδική, άραζε κάτω από τη μύτη του με τις ώρες για να θυμάται τότε που ως μωρό και λίγο αργότερα την πασάλοιβε πάνω του για να κυνηγάει τις μυρωδιές που τον βασάνιζαν. Η μέρα κυλούσε με φρουτόκρεμες ανεκτής θερμοκρασίας όπως της έφτιαχνε η μαμά. Στο γραφείο τα τάπερ γέμιζαν τέτοιες κρέμες και καμιά φορά έπαιρνε κρέας αλεσμένο στο μίξερ με αρακά. Του έλειπε βέβαια το καρότσι και δεν είχε βρει ακόμα κάποια εταιρεία πρόθυμη να του φτιάξει ένα στα μέτρα του.


Ευτυχώς όμως είχε βρει πάρκο. Με πολύχρωμο δίχτυ να τον περικυκλώνει που έγραφε “Super Baby”. Κάτι παγωμένα βράδια που μπουμπούνιζε χωνόταν εκεί καθώς το σιντί έπαιζε τραγούδια παρηγοριάς για ζουζούνια, μέλισσες και καλόκαρδους γιγαντιαίους αρκούδους. Το πάπλωμα τον έκλεινε μέσα του, αφού είχε φερμουάρ που του παγίδευε τα πόδια. Στον ουρανό του δωματίου φιγουράριζαν αεροπλάνα που ταξίδευαν συνεχώς όταν πάταγες το κουμπί και ξεκινούσαν τις πτήσεις τους λίγο πριν κλείσει τα μάτια του. Κάθε δωμάτιο ήταν και ένα καρτούν. Η κουζίνα ήταν όλη η οικογένεια Μάους. Οι ποντικιένιες φάτσες σε λαχανί φόντο ξεπήδαγαν από τους τοίχους και παρακάτω ενώνονταν με το Γουίνι και τους φίλους του από τα διπλανά δωμάτια.


Η συλλογή παιχνιδιών συνεχώς θέριευε, τρένα παλιά ξύλινα, τούβλα Lego, αρλεκίνοι, αυτοκίνητα τηλεκατευθυνόμενα και μη, πιόνια, στρατιωτάκια... Κάθε απόγευμα τα έστηνε όλα στη μέση του σαλονιού και ξεκινούσε το πάρτυ. Ζζζζζζ, τρρρρρρρρ, βζιιιιιιιιιιουν, πχχχχχχχχχ, ακούγονταν τα τρένα και τα τηλεκατευθυνόμενα, όλος ο θίασος σύσσωμος μαινόταν στην μέση του γαλάζιου σαλονιού και η ιεροτελεστία συνεχιζόταν μέχρι αργά το βράδυ, πριν ετοιμάσει το μπιμπερό. Το γάλα έπρεπε κι αυτό όπως οι κρέμες να ετοιμαστεί στη σωστή θερμοκρασία, ούτε πολύ κρύο ούτε καυτό. Όπως το έφτιαχνε εκείνη.


Εκείνη τον είχε συνηθίσει σε χνουδωτές κουβέρτες, τον θήλαζε μέχρι τα 5, τον είχε πάντα αποστειρωμένα καθαρό, χορτάτο, σκεπασμένο, σ' αυτό το ίδιο σπίτι που οι τοίχοι του μύριζαν τότε κανέλα και σοκολάτα, τα πατώματα λουλούδια και τα ταβάνια ήταν φρουτένια.  Μικρός νόμιζε ότι το σπίτι αυτό ήταν φτιαγμένο από ζάχαρη άχνη και η στέγη πασπαλισμένη με κόκκους λευκής και μαύρης σοκολάτας. Ένα πανηγύρι ασφαλές, καμωμένο από λεβάντα και προστασία. Εκείνη τον όρκισε πριν φύγει να ακολουθεί κάθε μέρα τη μαγική ρουτίνα που θα τον κρατούσε πάντα χαρούμενο, ζεστό και γερό... Μανούλα...


Και την κράτησε. Εξαίρεση μόνη το Σαββατόβραδο. Κάθε Σάββατο βράδυ ήχοι, μυρωδιές και γεύσεις έκαναν μια παύση κι εκείνος περιδιάβαινε την πόλη. Την έβρισκε πάντα, ήταν διαφορετική αλλά ήταν σίγουρος ότι ήταν η ίδια. Αφράτη και ζεστή, με στρογγυλούς μηρούς, καστανοκόκκινα μαλλιά και μάτια στρογγυλά που τον είχαν ανάγκη. Τα χέρια της τον κρατούσαν όπως εκείνη, γυναίκα που δεν ήθελε να τον αφήσει, που τον τραβούσε πάνω της σαν να περίμενε να τον κλείσει εκεί και να μην τον βγάλει ποτέ. Τον αγκάλιαζε χωρίς να μετράει ο χρόνος αλλά εκείνος τον σταμάταγε. Τον σταμάταγε όταν έμπαινε με φόρα μέσα της και όταν την γαμούσε με όλη του τη δύναμη μέχρι να την φτάσει στο κλάμα, τότε μόνο φώναζε με φωνή που της ξέσκιζε τα σωθικά, ΜΑΝΟΥΛΑ... Και για μια στιγμή εκείνη έφευγε και ίσως δεν υπήρξε ποτέ.
   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.