ένα μουνάκι όνειρο
του Καρόλου του μαύρου Σκώληκα
Πίσω απ τα μάτια της μοσχοβόλαε μια θάλασσα.
Ένας καθρέφτης ντράπηκε στο περασμά της
Και κείνη, σήκωσε τα φουστάνια της μέχρι το γόνατο
Έγυρε μπρος και χαμογέλασε
Ήτανε σα νά βλεπες τα σφάλαχτρα ν’ ανθίζουνε
Και τα πουρνάρια ν’ αρνιούντε να δείξουν της ρίζες τους
Ήταν άπνοια και νηνεμίες
Έπειτα έκατσε πλάι στις πέτρες
Κοντά τους ανθίσανε τσάγια
Χάδεψε λίγο τη γή με το χέρι της, και ό,τι ζωή ξεθάρεψε
Δεν είχε πρόσωπο, ήταν καπνός τσιγάρου λιγερή
Μια νεράιδα πού χε φτερά στης πλάτες
Μελισογύριζε στην κόψη της ημέρας
Ένα μουνάκι, όνειρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια: