Παιδί Σκουλήκι Τραίνο
του νίκου πάκου
Αυτό το τραίνο ταξιδεύει για μήνες, με ράγες χαραγμένες σε μάζα πληροφορίας. Αν το δεις από μακριά, έτσι που σέρνεται μακρύ, θα το περάσεις για σκουλήκι. Και κάθε του βαγόνι και μια κούρβα στο σκουληκίσιο σώμα. Περνάει περιπέτειες, τύφλα να χει ο υπερσιβηρικός δηλαδή και «σε πάει ίσια στο βυθό, σε πάει και στην Κίνα»! Οι άνθρωποι το κοιτούν, λίγο χαμογελούν, κάποιοι κοντοστέκονται κι αμέσως ανεβαίνουν. Άλλοι απλά ρίχνουν κάτι καχύποπτα βλέμματα και χαιρετούν αδέξια χωρίς πάθος. Μα όλοι τους κάθε απόγευμα παίρνουν τον δρόμο για τη σιδερένια αερογέφυρα και περιμένουν μ’ ορθάνοιχτα μάτια το τράνταγμά του.
Το τραίνο μας φίλες και φίλοι, δεν καίει ντίζελ, ούτε καν κάρβουνο (αν και ο μηχανοδηγός του είναι μπαρουτοκαπνισμένος)… απλά καίει σκέψη. Φουλάρει το ντεπόζιτο φαντασία και παίρνει μπρος για μίλια. Εκεί, στην μούρη του που μοιάζει αγέρωχη, έχει καρφωμένα δυο λαμπερά, χαμογελαστά μάτια. Κάποιοι τα είπαν ονειροπαρμένα, κάποιοι παιδικά. Ένα παιδί σκουλήκι τραίνο σουλατσάρει στο μπαλκόνι της οθόνης σας. Κι οι επιβάτες του, ποτέ αραχτοί στα δερμάτινα κι εντελώς παλιωμένα καθίσματα, πότε καπνίζοντας σιωπηλοί με βλέμμα στο τρεμάμενο πάτωμα, πότε ν’ αντικρίζουν το φαράγγι Γκραν Κάνυον περήφανα, σαν ήρωες του Ιούλιου Βερν ή του Αντρέα του Εμπειρίκου. Σας τους σύστησα;
Πρώτος απ’ όλους ο δόκτορας Θεμιστοκλής Σκουληκότρυπας, ο μηχανοδηγός μας. Με κάτι γυαλαμπούκες σαν φάρους να παραμορφώνουν τα μάτια του, μουστάκα πυκνή και ένα μπερέ δεκαετίας του 30 να καλύπτει τη φαλάκρα. Κάθε που το ταξίδι έχει ισάδι, παρατάει το τιμόνι και βαράει μια κουδούνα ή αφήνει τον ατμό από την καπνοδόχο του τραίνου να χαθεί στον ουρανό. Αφήστε που καμιά φορά κλείνει τα μάτια του. Μα κανείς από τους επιβάτες δε φοβάται, επειδή όταν κλείνει τα μάτια, ο Dr. Wormhole ταξιδεύει στις μακρινές γαίες του χρόνου. Φορά το διαστημικό του σκάφανδρο και ξεμακραίνει στην μπουρμπουλήθρα του χθες ή του αύριο… Τότε όμως χαμογελά πιο πλατιά.
Στην πρώτη θέση του σκουληκότραινου, ο τρελός ποιητής Θ.Π. Τις περισσότερες φορές θα τον βρείτε να έχει κατεβάσει πέντ’ έξι ουισκάκια και, είτε να χαζεύει ό,τι γεννάει το παράθυρο δίπλα στο κάθισμά του, τις αγελάδες, τα πουλιά, τα ψάρια του γιαλού, είτε να πιάνει κουβέντα με τους άλλους ταξιδιώτες. Με ρίμες στραβές τραγουδά τα μπλουζ του ξημερώματος, σας το υπογραμμίζω, σαν να κολυμπάς στη θάλασσα το δειλινό δίπλα στον πιο μεγάλο και πιο στερνό σου έρωτα. Μια αληθινή «ναυς των ονείρων» το ταξίδεμα μαζί του. Ανασταίνει τον δεκαπενταύγουστο, ξυπνά τον ρεμβασμό.
Στη διπλανή ακριβώς θέση, ποιητής έτερος. Ο Mario Kolopleni, γέννημα θρέμμα της θείας πόλεως Νάπολης. Αν δεν με πιστεύετε, κι ο ίδιος την λέει θεία, θεια ακόμα και παλιόγρια, αλλά μετά κάθεται δίπλα της και στοργικά της χτενίζει τα μαλλιά. Φοράει πολύχρωμα ρούχα αρλεκίνου και ένα φανάρι ορυχείου στο μέτωπο, πάντα αναμμένο. Στραβώνει με το φως του όσους τον κοιτούν, αλλά ο ίδιος επιμένει: μόνο έτσι μπορεί κανείς ν’ αναζητήσει επιστημονικώς, εμπεριστατωμένως τη χαμένη παιδική ηλικία.
Ο Διάκενος Καλλιπολίτης πάλι, λόγιος παλιάς αρχοντικής γενιάς, υποστηρίζει πως είναι με τη βούλα τελευταίος εκπρόσωπος του κύκλου του Διονυσίου Σολωμού. Με ένα γαλάζιο χταπόδι μόνιμα κολλημένο στο σβέρκο του –«είναι το κατοικιδιό μου!» – επαναλαμβάνει, φτιάχνει στιχουργίες επηρεασμένες από μια χούφτα τελείως παππουδίστικες ιστορίες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά κυρίως, από πέσιμό του σε μια σκουληκομερμυγκότρυπα, όταν ήταν περίπου οχτώ χρονώ κι είχε πάει για κατούρημα.
Η αμαξοστοιχία ταξιδεύει, ανάμεσα από συνοφρυωμένα βουνά και χαρούμενες θάλασσες. Κι εγώ παρατηρώ τα πρόσωπα γύρω μου…
Όλοι τους κοιτούν τον ουρανό, αγαπητοί αναγνώστες, αλλά ο μόνος που αναμετριέται ίσια με τ’ άστρα είναι ο Dali Keris. Κοιτά πιο λευκά και πιο ψυχρά το φως το λευκό και ψυχρό που εκπέμπουν τα άστρα˙ μετά ένα χαμόγελο νικητήριο. Πάντα κουβαλά μια μπαλωμένη βαλίτσα γεμάτη με τρανζίστορς και κομμάτια μετεωριτών. Εκεί που κάθεται, αγκαλιάζει με τις παλάμες του δυο μικρά καλώδια, ένα μπλε και ένα κόκκινο, και προσπαθεί να τα συνδέσει σε ένα κύκλωμα ποιητικό. Λένε πως στα πολύ παλιά χρόνια συνταξίδεψε με τον Θεμιστοκλή Σκουληκότρυπα στις σαρκώδεις παρυφές του σύμπαντος.
Συχνά πυκνά θα δείτε μια μαύρη ψηλόλιγνη σκιά να περιπλανιέται ανάμεσα από τα βαγόνια και να στέκεται μπροστά από τους επιβάτες κάπως απειλητικά. Μην τρομάξετε καθόλου, καιρός να εμφανιστεί ο Κάρολος, το μαύρο σκουλήκι. Σαν παλιός χρυσωρύχος του Κλοντάικ, διηγείται περιπέτειές από τον άγριο Βορρά, αν και μέσα του φυσά νοτιάς τροπικός. Κάποιες φορές, βγάζει από το μαύρο του κοστούμι ένα μεγάλο θαλάσσιο κοχύλι, αφουγκράζεται και μετά μας λέει παραμύθια για παιδιά που αρνούνται πεισματικά να μεγαλώσουν. Μάλιστα κάποια στιγμή, πριν χρόνια, με νίκησε στο Σκραμπλ!
Όμως, μέσα σε τόσους άντρες, ένα κορίτσι είναι απαραίτητο. Μια σιδηροδρομική στρουμφίτα, μια χιονάτη ατμομηχανής! Φτιάχνει ζωγραφιές, γράφει ποιήματα, σκαρώνει ουράνια τόξα, σφυρίζει ξέγνοιαστα και καλοκαιρινά. Όλα όσα δημιουργεί, τα ονομάζει «προϊόντα», αλλά για μας είναι χάρτες. Χάρτες που δείχνουν τον δρόμο για την αληθινή χώρα της καρδιάς. Συγνώμη Aphasia που σε άφησα τελευταία, αλλά για ακόμα μια φορά, ξεχάστηκα στο πολύχρωμο υφαντό της φαντασίας σου…
Κι εγώ, ο νίκος πάκος που σας ιστορώ το τρελό κι απίστευτο αυτό ταξίδι με το ανήλικο τρένο σκουλήκι. Με παιδικούς φίλους τεράστιους κούνελους, κάποτε χαμένος στην αφρικάνικη ζούγκλα, πλέον αραχτός σε ένα από τα καθίσματα, απολαμβάνω τη διαδρομή: από ηλιόλουστες πεδιάδες σε υπερφυσικές λίμνες, από βουνοκορφές που τα έχουν πάρει κρανίο ως θάλασσες που λένε ανέκδοτα. Στ’ αυτιά μου αντηχούν οι μελωδίες ενός φιλικού γιαπωνέζικου φαντάσματος: «So I’m driftin’ away, like a feather in air»…
ΥΓ: Τις απολογίες μου για πολλούς συμμετέχοντες του Σκουληκιού στους οποίους δεν αναφέρθηκα στο παραπάνω κείμενο, αλλά συμπεριέλαβα όσους από τους σταθερότερους τυχαίνει να ξέρω κι από κοντά.
Δεν υπάρχουν σχόλια: