Βαρυχειμωνιά
της Dark Chocolate
Ήταν νύχτα, το
κρύο μόλις που άρχιζε να ανασκουμπώνεται – ο χειμώνας ήταν πλέον γεγονός – και
οι λιγοστοί περαστικοί περπατούσαν αργά στους δρόμους. Εκείνος περίμενε το
λεωφορείο. Άφαντο. Κόντευε να περάσει ένα μισάωρο αναμονής, όταν σταμάτησε το
πολλοστό ταξί που βρέθηκε μπροστά του, έχοντας τόσα νεύρα που άνετα πλάκωνε
κάποιον στο ξύλο. Τέσσερα λεπτά αργότερα
ήταν στον προορισμό του. Έδωσε τα τελευταία του κέρματα στον οδηγό και πλησίασε
βιαστικός την είσοδο. Δεν έπρεπε ν’ αργήσει πλέον ούτε λεπτό.
«Μην αναρωτιέστε
τόσο κύριε, τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Ένα μάτσο από απελπισμένα κορόιδα
που πιάνονται απ’ τα ίδια τους τα περιττώματα για να γλιτώσουν από έναν αόρατο
εχθρό, που ακόμα κι αν υποθέσουμε πως υπάρχει, που να σας πω, υπάρχει, δεν
είναι άλλος από τον ίδιο τον εαυτό».
Ο ηλικιωμένος
την κοίταξε έκπληκτος. Πράγματι, παρόλο που δεν του άρεσε ιδιαίτερα αυτό που
μόλις άκουσε, ήξερε πως επρόκειτο για τη φρικτή αλήθεια. Μόνο με παρωπίδες θα
μπορούσε να το αγνοήσει κανείς.
«Πάλι απεργία»
σκέφτηκε. «Πάλι ταξί. Τρεις μισθούς απλήρωτη. Και το ταξί, ταξί. Θα τα τινάξω
όλα στον αέρα, θα παραιτηθώ, αύριο κιόλας».
«Με τα πόδια
ήρθες πάλι; Μες στη νύχτα; Μόνη; Πάρε και κανά ταξί καημένη!» Η μικρή έγνεψε καταφατικά,
φυσικά και βαριόταν ν’ ασχοληθεί περαιτέρω με το θέμα και χάθηκε στον σκοτεινό
διάδρομο. Η άλλη κοίταξε τότε προς τα εκεί και είπε: «Άλλος τα ‘χει με τους
μετρατζήδες κι άλλος με τους ταξιτζήδες…»
Μπήκε
λαχανιασμένος μέσα, κρέμασε το μουσκεμένο του παλτό στον τοίχο, και με βήματα
σαν της γάτας, πλησίασε το γραφείο. Από τη διπλανή πόρτα, ακούστηκε μια στριγκή
φωνή: «Καλώς τονα κι ας άργησε…». Νευριασμένος κι αμήχανος, έκανε να μπει στο
διπλανό γραφείο. «Άσε, δε χρειάζεται…» . Την κοίταξε απορημένος. «Τι εννοείς;»
«Εννοώ δε χρειάζεται να μπεις. Από το πρωί είσαι ελεύθερος. Τελευταία σου
βάρδια». Εκείνος πήγε στο σκοτεινό σαλονάκι κι έμεινε ένα λεπτό. Ώστε είχε
έρθει η σειρά του… Αμήχανος και ηττημένος, προχώρησε προς το γραφείο.
Περνώντας το
άλλο πρωί το κατώφλι, αποφασισμένη αυτή τη φορά για όλα, βρήκε κάτι το
παράξενο. Θόρυβοι επίπλων την υποδέχτηκαν. Προχώρησε στο εσωτερικό του χώρου,
μα δεν είδε κανέναν. Δεν άργησε να φανεί η μαγείρισσα μ’ ένα επιτελείο
μεταφορέων. Την προσπέρασαν χωρίς να δώσουν σημασία και συνέχισαν το κουβάλημα.
«Μα τι έγινε;» ρώτησε, μην αντέχοντας άλλο την αναμονή. Η μαγείρισσα τότε μόνο
της είπε με την σπαστή προφορά της: «Κλείνουμε. Οριστικά αυτή τη φορά».
Εκείνη έμεινε ακίνητη, σαν να της
ήρθε κεραυνός εν αιθρία, να κοιτάζει έξω από το παράθυρο, την εδώ και λίγων
μόλις ωρών, ανθισμένη αμυγδαλιά καθώς οι πρωινές ακτίνες ήλιου έμπαιναν κλεφτά
από το ραγισμένο, σε πρόσφατη απόπειρα διάρρηξης, τζάμι…
Δεν υπάρχουν σχόλια: