το χασίς που σκοτώνει
Χθές το βράδυ, λίγο πριν πέσω για ύπνο, μού 'ρθε στο νού ο φίλος μου, ο Ισμαήλ. Δεν πάει πολύς καιρός που πέθανε κι όμως κανείς δεν θυμάται πιά πως πέρασε από δώ. Καλός άνθρωπος ο Ισμαήλ. Χαρούμενος και βαθύς. Έπινε και κείνο το παράξενο χορτάρι και έμοιαζε με φάντασμα της ξεχασμένης Ανατολής. Πήγαινε, θυμάμαι, μιά φορά τον χρόνο στα βουνά της Ιεριχούς να το μαζέψει. Εκεί φύτρωνε, αιώνες τώρα. Κάθε φορά που έκανε τούτο το ταξίδι, μου μίλαγε όλο το βράδυ για το μυστικό του φάρμακο και τον μύθο που το δένει μ' αυτόν τον κόσμο.
Χιλίαδες χρόνια πρίν, οι κάτοικοι της Ιεριχούς θέλησαν να φτάσουν την δόξα του Θεού. Μαζέυτηκαν οι καλύτεροι πολεμιστές, φόρεσαν την θωριά τους, άρπαξαν τα όπλα τους και ξεκίνησαν ν'ανέβουν το ψηλότερο βουνό της περιοχής με σκοπό να συναντήσουν τον Θεό και να τόν εκθρονίσουν. Ο Θεός παρατηρούσε από ψηλά την αλαζονεία των ανθρώπων και θέλησε με την σειρά του να τους τιμωρήσει. Μόλις οι πολεμιστές έφτασαν στην κορυφή, στρατοπέδευσαν και περίμεναν την εμφάνιση του δημιουργού τους. Εκείνος δεν εμφανίζοταν και αντ' αυτού φύτρωσε πάνω στην άγονη κορυφή... τήν άγρια κάνναβη της κολάσεως, που λέγαν αργότερα οι πειρατές. Οι πολεμιστές σιγά-σιγά έχαναν την υπομονή τους και επιπλέον τους τελείωναν τα τρόφιμα. Όταν η κατάσταση έγινε απροχώρητη όρμηξαν με μανία πάνω στα άγνωστα χορτάρια και τα έτρωγαν με όποιον τρόπο έβρισκαν. Μέσα σε λίγη ώρα οι άνδρες αλλόφρονες και οργισμένοι βουτούσαν στο κενό. Όπως ο Ισμαήλ που ψέλλιζε τα βράδια κάτι μαθηματικούς σουρεαλισμούς. "Το χασίς που σκοτώνει" αναφωνούσε. Το χασίς που ψάχνοντας τον Θεό, χάνεις τον άνθρωπο.
Χιλίαδες χρόνια πρίν, οι κάτοικοι της Ιεριχούς θέλησαν να φτάσουν την δόξα του Θεού. Μαζέυτηκαν οι καλύτεροι πολεμιστές, φόρεσαν την θωριά τους, άρπαξαν τα όπλα τους και ξεκίνησαν ν'ανέβουν το ψηλότερο βουνό της περιοχής με σκοπό να συναντήσουν τον Θεό και να τόν εκθρονίσουν. Ο Θεός παρατηρούσε από ψηλά την αλαζονεία των ανθρώπων και θέλησε με την σειρά του να τους τιμωρήσει. Μόλις οι πολεμιστές έφτασαν στην κορυφή, στρατοπέδευσαν και περίμεναν την εμφάνιση του δημιουργού τους. Εκείνος δεν εμφανίζοταν και αντ' αυτού φύτρωσε πάνω στην άγονη κορυφή... τήν άγρια κάνναβη της κολάσεως, που λέγαν αργότερα οι πειρατές. Οι πολεμιστές σιγά-σιγά έχαναν την υπομονή τους και επιπλέον τους τελείωναν τα τρόφιμα. Όταν η κατάσταση έγινε απροχώρητη όρμηξαν με μανία πάνω στα άγνωστα χορτάρια και τα έτρωγαν με όποιον τρόπο έβρισκαν. Μέσα σε λίγη ώρα οι άνδρες αλλόφρονες και οργισμένοι βουτούσαν στο κενό. Όπως ο Ισμαήλ που ψέλλιζε τα βράδια κάτι μαθηματικούς σουρεαλισμούς. "Το χασίς που σκοτώνει" αναφωνούσε. Το χασίς που ψάχνοντας τον Θεό, χάνεις τον άνθρωπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια: