Ποιός το περίμενε.
του Καρόλου, του μαύρου Sκώληκα
Το σκότωσα το θερίο, το συνέθλιψα. Μου βριχότανε ώρα πολύ πρίν το τελειώσω.
Με χτυπούσε με τη ουρά του λυσσάμενο αλλα ´γώ στεκόμουν ανίκητος
Για´ τούτη τη φορά, ήτανε δικό μου. Το ήξερα.
Χλεύαζε το χτικιό με τη γλώσσα του τη βλωσηρή μα γώ ο ατρόμητος ουτε που νοιάχτηκα.
Είχα ´να δόρι μακρύ σουγλερό και το δούλευα καλά στο δεξί μου.
Όλη την ώρα ημουν ορθός, με το κεφάλι σκυμένο μετρούσα τον άνεμο.
Ώσπου γίνανε οι ψιχάλες πιο σιγανές και τα φύλλα κουνάγαν αργά.
Μια ´πιθυμία με γαργάλησε στα ´χαμνά. Ένας παλμός πανάρχαιος
Τού ριξα.
Το βρήκα στο μάτι.
Η λεπίδα μου του στριψε τα μυαλά, πέρασε το κρανίο το σύντριψε και καρφώθηκε μέσα στο χώμα δυο πιθαμές.
Ήμουν ο νικητής. Κείνο σπάραε για ώρα. Όλο του το κορμί, εξου του κεφαλιού του, κούναε σα κορδέλα στον άνεμο.
Τί πανηγύρι!
Τί μέρα λαμπρή!
Γύρω μετά ήρθε κόσμος. Μου γελούσε και μ’ έλεγε ήρωα.
Τους καθησύχασα οτι θά φευγα μέσως.
Πλησίασα το σώμα του που χε πάψει, ο άλλοτε τρομερός πολεμιστής τώρα δε κείττεται.
Άνιαχτος για το κακό που τού ‘κανα.
Βούτηξα τα χέρια μου στη σάρκα του και τα γέμισα αίμα.
Μετά πέρασα ένα προς ένα το πλήθος και δυο γραμμές στον καθένα τους τράβηξα.
Αγγαλιαστήκαμε, φιλιθήκαμε.
Έφυγα.
Και ζήσαν αυτοί καλά και μείς καλύτερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια: