το άρωμα της αρχαίας βροχής
του Dr.Wormhole |
το παρακάτω κείμενο αποτελεί απόσπασμα του έργου " Μνήμες". Οι " Μνήμες " έχουν γραφτεί εξ' ολοκλήρου στο παρελθόν.
Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός έχει γοητεύσει μεγάλο μέρος ανθρώπων σε όλες τις μετέπειτα εποχές. Είναι φυσικό επακόλουθο επομένως ένας ταξιώτης του χρόνου, όπως εγώ, να μην μπορέσει ν'αντισταθεί σε τέτοιες επισκέψεις. Την πρώτη φορά που ταξίδεψα στην αρχαία Ελλάδα ήταν καθαρά για λόγους αναψυχής. Μόλις είχα παρακολουθήσει τον δεύτερο παγκόσμιο πνευματικό πόλεμο και χρειαζόμουν διακοπές. Φόρτωσα μιά τσάντα με ρούχα και εξαρτήματα ορειβασίας και ξεκίνησα για τον Όλυμπο.
Εκεί, στους πρόποδες του ιερού βουνού, μακριά απο τα φώτα τις αθηναικής αυτοκρατορίας, τα πράγματα στέκονταν σιωπηρά. Ξεκίνησα κι εγώ την ανάβαση μου σιωπηρά και στα τυφλά, καθώς η πυκνή ομίχλη γύρω μου υποδείκνυε το ριψοκίνδυνο της πράξης μου. Ανέβηκα μια ανηφορική πλαγιά περίπου τριακοσίων μέτρων και ξαναβρήκα την όραση μου. Το ρίγος που με κυρίευσε έμοιαζε με καιρικό φαινόμενο σαν τη σιωπή. Δεν είχα ξανασυναντήσει θεούς. Δεν γνώριζα αν γνώριζαν πως πρόκειται να τους επισκεφθώ. Τα πάντα γύρω μου έδειχναν έναν τόπο παρατημένο. Κι αυτό με φόβιζε περισσότερο.
Έστησα τη σκηνή μου λίγο πιο πάνω και αποφάσισα να διανυκτερεύσω εκεί τη πρώτη νύχτα, για να μην τους εξαγριώσω. Βράδιασε σχετικά γρήγορα. Η σιωπή παρέμενε κυρίαρχη σε όλο το βουκολικό τοπίο με αποτέλεσμα το μυαλό να παράγει απο μόνο του ήχους και φωνές μέχρι το ξημέρωμα. Δεν νύσταξα ούτε μια στιγμή. Δεν κάνει νύστα στον Όλυμπο.
Το πρωί συνέβη ένα γεγονός που με ξάφνιασε. Η σιωπή έπαυσε απότομα. Πάνω στο καταγάλανο ουρανό ακούγονταν ένας ψιθυριστός ήχος βροχής απο χιλιόμετρα μακριά. Ο ήχος ήταν αχνός αλλά έμοιαζε κι αυτός επικίνδυνος. Μάλλον άγνωστος. Μάζεψα γρήγορα όλα μου τα πράγματα και γύρισα το βλέμμα μου προς την κορυφή. Ο ήχος διαρκώς δυνάμωνε ενώ ίχνος συννέφου δεν διακρίνονταν πουθενά. Σίγουρος πως αντιμετωπίζω μιά μεταφυσική εμπειρία, αποφάσισα να μείνω ακίνητος.
-Καλώς όρισες στο τόπο μας. Έρχεσαι απο μακριά;
Ένας ψηλός, γεροδεμένος κύριος, με γενειάδα και γλυκό χαμόγελο, πίσω μου.
-Μη φοβάσαι τη βροχή...είναι το υπνωτικό μας εδώ.
- "Μα, δεν υπάρχουν σύννεφα. Και δεν νυστάζω" . απάντησα.
-Δεν έχει έρθει ακόμα η ώρα. Τ' όνομα σου;
-Θεμιστοκλής. Το δικό σας;
-Δίας. Γιατί ήρθες εδώ;
-Για διακοπές.
-Το ίδιο κι εγώ.
-Δεν σας καταλαβαίνω.
-Εδώ είναι η πλαγιά μου. Όταν τα προβλήματα μαζεύονται και γίνονται αφόρητα, έρχομαι εδώ να ηρεμήσω.
-Είναι μεγάλη μου τιμή που στη παρθενική μου ανάβαση με υποδέχεστε εσείς.
-Κάτσε κάτω κι άκουσε. Το αξίζεις μετά απ' όσα πέρασες.
-Ακούω. Ακούω. Σας θεωρούσα πιο άγριο. Σχεδόν τρομακτικό.
-Δεν ακούς. Δεν είμαι.
-Η βροχή σας ηρεμεί; Νόμιζα τόσα χρόνια πως ήταν ο θυμός σας.
-Η βροχή...δεν με ηρεμεί. Μοιάζει με τη σιωπή. Γεννάει φωνές ανύπαρκτες.
- Η βροχή σας με τρομάζει. Συγνώμη. Είναι τόσο παράλογη.
- Παράλογη; Δεν θα τό 'λεγα.
-Μα πώς; Δεν υπάρχουν σύννεφα!
- Η μυρωδιά της όμως ηρεμεί. Θα ηρεμήσει και σένα. Θα δείς! Ησύχασε.
Καθήσαμε αμίλητοι για πολύ ώρα, κοιτάζοντας τον ορίζοντα και ακούγοντας να έρχεται ολοένα και πιο κοντά ο ήχος της βροχής. Όταν πλησίασε πάνω μας, ακούστηκαν οι πρώτοι κεραυνοί. Σήκωσα το κεφάλι μου και τους είδα απο μακριά. Στο βάθος του ορίζοντα. Πίσω απ' τα βουνά. Ίσως πέρα, στα σταυροδρόμια του κόσμου, που λέει κι ο ποιητής. Ξαφνικά ο τόπος πλημμύρισε το άρωμα της βρεγμένης γής.Ένας ηλιόλουστος ουρανός, ήχοι μακρινών κεραυνών και μυρωδιά αρχαίας βροχής. Έπειτα αποκοιμήθηκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια: