Τρενοβλαβής
της Λογοτεχνικής Πιπίτσας
Στη στρογγυλή σάλα του παλατιού κάνει μία κίνηση να χαϊδέψει τους τοίχους. Κίνηση σταθερά επαναλαμβανόμενη τις τελευταίες μέρες από τότε που άρχισε να τον τραβάει ένας μαγνήτης. Μόλις ακουμπάει τον δείκτη του, κάτι που το μεταφράζει σαν ρεύμα τον διαπερνάει από την κορυφή ως τα νύχια. Δεν τον πονάει, μόνο τον δονεί και τον πετάει απαλά ένα δύο βήματα πιο πίσω.
Οι τοίχοι αυτοί δεν είναι από γνωστό υλικό, δεν του θυμίζουν κάτι. Είναι φτιαγμένοι από λωρίδες διαφορετικών διαμέτρων που συνεχώς τρέχουν. Πιθανώς να έγιναν από τέμπερα. Η σάλα μοιάζει να επιπλέει στο νερό κι εκείνος αισθάνεται συνεχώς την ελαστικότητά της. Τα βράδυα είναι σχεδόν νανουριστική.
Νομίζει ότι οι τοίχοι ξυπνούν όταν εκείνος κοιμάται. Σηκώνεται από την γωνία το πρωί, μετά από όνειρα γεμάτα νερό. Όταν αγγίζει τα γόνατά του, είναι ελαστικά και κάποιες φορές δεν τον στηρίζουν όταν σηκώνεται.
Κανένας τοίχος δεν στέκεται ακίνητος. Οι λωρίδες τρέχουν κάθετα και εξαφανίζονται κάτω από το τέλος του πατώματος. Κάπου κάπου πάλλονται και σχηματίζουν κοιλότητες που προεξέχουν και μετά από λίγο μπαίνουν προς τα μέσα αφήνοντας βαθουλώματα που γρήγορα γεμίζουν. Και πάλι από την αρχή.
Για συντροφιά, στο κέντρο της σάλας έχει το παιδικό του τρενάκι. Οι ράγες σχηματίζουν ένα οκτάρι με το πάνω κυκλάκι του μικρότερο από το κάτω που είναι αυγουλωτό. Το τρενάκι σφυρίζει όταν περνάει από την διασταύρωση του οκτώ, εκεί που ο πάνω κύκλος ενώνεται με τον κάτω και δεν σταματάει την πορεία του. Ποτέ.
Όταν ήρθαν οι φωτιές δεν θυμάται που βρισκόταν. Έχει στο μυαλό του ένα κουκούλι γεμάτο αποκαΐδια, απομεινάρια της καταστροφής. Είναι εκεί για να του ξυπνάει την εικόνα της μεγάλης φωτιάς αλλά δεν θυμάται τις φλόγες να χορεύουν γύρω του. Μόνο μια λάμψη και μετά στάχτες.
Μετά βρέθηκε στη σάλα αλλά δεν θυμάται πως. Δεν είχε πάνω του κανένα σημάδι φωτιάς εκτός από το κουκούλι στο μυαλό. Κι αυτό θυμάται πως το έχει χωρίς να βρίσκει αποδείξεις.
Τα τρένα είναι μυστήρια. Αυτό που έχει τώρα δεν είναι το πρώτο του. Το πρώτο του είχε φάτσα κίτρινη που χαμογελούσε μπροστά από το τζάμι του μηχανοδηγού κι έβγαζε καπνό από την καμινάδα κάθε μία ώρα. Αναρωτιόταν τότε πως έβλεπε ο μηχανοδηγός και κρατούσε το τρένο στις ράγες χωρίς να του φεύγει βαγόνι. Ήθελε το τρένο να γίνει γιγαντιαίο, να πηδήξει σ’ ένα βαγόνι και να φύγει. Είναι η τελευταία ανάμνηση πριν την εικόνα της φωτιάς.
Και μετά είδε τις κάθετες λωρίδες να τρέχουν στους τοίχους και το δεύτερο παλιό του τρένο. Καμιά φορά υποψιάζεται ότι πίσω από αυτά τα υγρά χρώματα δεν υπάρχει τοίχος. Γι’ αυτό φουσκώνουν και ξεφουσκώνουν.
Μία φορά μόνο προσπάθησε να χώσει τον δείκτη του πιο βαθιά στον τοίχο αλλά το ρεύμα που κολύμπησε μέσα του, τον τίναξε σχεδόν στη μέση της σάλας και παραλίγο να τρακάρει με το τρένο. Το ακούμπησε αλλά εκείνο συνέχισε ανενόχλητο τους κύκλους του.
Βλέπει το τρένο να ετοιμάζεται να περάσει από τον μεγάλο κύκλο του οκτώ στον μικρό. Περνάει την διασταύρωση των γραμμών χωρίς να σφυρίξει. Είναι η πρώτη φορά από τότε που κατοικεί στη σάλα.
Του φαίνεται πως οι κινούμενοι, χρωματιστοί τοίχοι κινήθηκαν κάποια μέτρα. Το τρένο ξανακάνει την τροχιά του χωρίς να σφυρίζει. Οι λωρίδες σαν να τρέχουν λίγο πιο γρήγορα προς το πάτωμα και έχουν πλησιάσει λίγο ακόμα προς το μέρος του. Το τρένο ολοκληρώνει τον δρόμο του ελαφρά πιο γρήγορα για τρίτη φορά. Τα χρώματα έρχονται πιο κοντά και ζωηρεύουν.
Στην έκτη περιστροφή οι τοίχοι πλησιάζουν τα χέρια του που είναι σε διάταση. Στην επόμενη περιστροφή ακουμπούν τις άκρες των δακτύλων του και το ρεύμα τον τσιμπάει. Φτάνοντας στο τελείωμα του καρπού τα δάχτυλα έχουν βυθιστεί στα χρώματα κι εκείνος τρέμει. Οι φλέβες πρήζονται και πιέζουν το μέτωπό του. Γίνεται τόσο μωβ όσο κάποιες από τις λωρίδες που ετοιμάζονται τώρα να φτάσουν τους ώμους.
Το κουκούλι στο μυαλό του σκάει και η έκρηξη τον μεταμορφώνει σε στάχτη.
Το τρένο σφυρίζει ξανά.
Οι τοίχοι αυτοί δεν είναι από γνωστό υλικό, δεν του θυμίζουν κάτι. Είναι φτιαγμένοι από λωρίδες διαφορετικών διαμέτρων που συνεχώς τρέχουν. Πιθανώς να έγιναν από τέμπερα. Η σάλα μοιάζει να επιπλέει στο νερό κι εκείνος αισθάνεται συνεχώς την ελαστικότητά της. Τα βράδυα είναι σχεδόν νανουριστική.
Νομίζει ότι οι τοίχοι ξυπνούν όταν εκείνος κοιμάται. Σηκώνεται από την γωνία το πρωί, μετά από όνειρα γεμάτα νερό. Όταν αγγίζει τα γόνατά του, είναι ελαστικά και κάποιες φορές δεν τον στηρίζουν όταν σηκώνεται.
Κανένας τοίχος δεν στέκεται ακίνητος. Οι λωρίδες τρέχουν κάθετα και εξαφανίζονται κάτω από το τέλος του πατώματος. Κάπου κάπου πάλλονται και σχηματίζουν κοιλότητες που προεξέχουν και μετά από λίγο μπαίνουν προς τα μέσα αφήνοντας βαθουλώματα που γρήγορα γεμίζουν. Και πάλι από την αρχή.
Για συντροφιά, στο κέντρο της σάλας έχει το παιδικό του τρενάκι. Οι ράγες σχηματίζουν ένα οκτάρι με το πάνω κυκλάκι του μικρότερο από το κάτω που είναι αυγουλωτό. Το τρενάκι σφυρίζει όταν περνάει από την διασταύρωση του οκτώ, εκεί που ο πάνω κύκλος ενώνεται με τον κάτω και δεν σταματάει την πορεία του. Ποτέ.
Όταν ήρθαν οι φωτιές δεν θυμάται που βρισκόταν. Έχει στο μυαλό του ένα κουκούλι γεμάτο αποκαΐδια, απομεινάρια της καταστροφής. Είναι εκεί για να του ξυπνάει την εικόνα της μεγάλης φωτιάς αλλά δεν θυμάται τις φλόγες να χορεύουν γύρω του. Μόνο μια λάμψη και μετά στάχτες.
Μετά βρέθηκε στη σάλα αλλά δεν θυμάται πως. Δεν είχε πάνω του κανένα σημάδι φωτιάς εκτός από το κουκούλι στο μυαλό. Κι αυτό θυμάται πως το έχει χωρίς να βρίσκει αποδείξεις.
Τα τρένα είναι μυστήρια. Αυτό που έχει τώρα δεν είναι το πρώτο του. Το πρώτο του είχε φάτσα κίτρινη που χαμογελούσε μπροστά από το τζάμι του μηχανοδηγού κι έβγαζε καπνό από την καμινάδα κάθε μία ώρα. Αναρωτιόταν τότε πως έβλεπε ο μηχανοδηγός και κρατούσε το τρένο στις ράγες χωρίς να του φεύγει βαγόνι. Ήθελε το τρένο να γίνει γιγαντιαίο, να πηδήξει σ’ ένα βαγόνι και να φύγει. Είναι η τελευταία ανάμνηση πριν την εικόνα της φωτιάς.
Και μετά είδε τις κάθετες λωρίδες να τρέχουν στους τοίχους και το δεύτερο παλιό του τρένο. Καμιά φορά υποψιάζεται ότι πίσω από αυτά τα υγρά χρώματα δεν υπάρχει τοίχος. Γι’ αυτό φουσκώνουν και ξεφουσκώνουν.
Μία φορά μόνο προσπάθησε να χώσει τον δείκτη του πιο βαθιά στον τοίχο αλλά το ρεύμα που κολύμπησε μέσα του, τον τίναξε σχεδόν στη μέση της σάλας και παραλίγο να τρακάρει με το τρένο. Το ακούμπησε αλλά εκείνο συνέχισε ανενόχλητο τους κύκλους του.
Βλέπει το τρένο να ετοιμάζεται να περάσει από τον μεγάλο κύκλο του οκτώ στον μικρό. Περνάει την διασταύρωση των γραμμών χωρίς να σφυρίξει. Είναι η πρώτη φορά από τότε που κατοικεί στη σάλα.
Του φαίνεται πως οι κινούμενοι, χρωματιστοί τοίχοι κινήθηκαν κάποια μέτρα. Το τρένο ξανακάνει την τροχιά του χωρίς να σφυρίζει. Οι λωρίδες σαν να τρέχουν λίγο πιο γρήγορα προς το πάτωμα και έχουν πλησιάσει λίγο ακόμα προς το μέρος του. Το τρένο ολοκληρώνει τον δρόμο του ελαφρά πιο γρήγορα για τρίτη φορά. Τα χρώματα έρχονται πιο κοντά και ζωηρεύουν.
Στην έκτη περιστροφή οι τοίχοι πλησιάζουν τα χέρια του που είναι σε διάταση. Στην επόμενη περιστροφή ακουμπούν τις άκρες των δακτύλων του και το ρεύμα τον τσιμπάει. Φτάνοντας στο τελείωμα του καρπού τα δάχτυλα έχουν βυθιστεί στα χρώματα κι εκείνος τρέμει. Οι φλέβες πρήζονται και πιέζουν το μέτωπό του. Γίνεται τόσο μωβ όσο κάποιες από τις λωρίδες που ετοιμάζονται τώρα να φτάσουν τους ώμους.
Το κουκούλι στο μυαλό του σκάει και η έκρηξη τον μεταμορφώνει σε στάχτη.
Το τρένο σφυρίζει ξανά.
Δεν υπάρχουν σχόλια: