Ads Top

Πίνακας σε λευκό και κόκκινο ( φινάλε )

του νίκου πάκου



Κοίταξε αποσβολωμένα γύρω του, η διάθεσή του κατέρρεε όπως τα περιγράμματα σε έναν σουρεαλιστικό πίνακα. Στηρίχτηκε με τη ράχη του στη γωνιά του δωματίου, άναψε ακόμα ένα τσιγάρο και έριξε το βλέμμα του σε πρόσωπα κι άλλα πρόσωπα. Το πάρτυ είχε ανάψει, όλοι έμοιαζαν να περνάνε καλά. Χόρευαν, μιλούσαν και χασκογελούσαν. Αλλά στον Χ. Λ. φανήκαν σαν ζώα που χοροπηδούσαν μέσα στο ροντέο ή σαν ταύροι ερεθισμένοι από το κόκκινο πανί. Η νέα γενιά καλλιτεχνών, εικαστικών και λογοτεχνών της πόλης. Κοιτώντας αυτά τα αλαζονικά πρόσωπα, ήξερε ότι οι περισσότεροι είχαν τέτοιου είδους όνειρα και φιλοδοξίες, άλλωστε ήξερε πως κάποιοι είχαν ήδη δώσει δείγματα γραφής, είχαν ξεχωρίσει, αναγνωριστεί κάπως˙ ποιητές και συγγραφείς, σκηνοθέτες και ηθοποιοί, ζωγράφοι και φωτογράφοι. Ακόμα μια φουρνιά των υπέροχων πνευματικών ανθρώπων που κατάφερε να γεννήσει αυτή η χώρα από τη μεταπολίτευση και μετά. Ψεύτικοι και δήθεν, γλείφτρες και μοδάτοι, από κάθε άποψη άθλιοι τύποι. “Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι”, αλλά δεν χρειάζεται οι βλάκες αυτού του κόσμου να μας επιβάλλουν το πνεύμα τους. Αλλά τι άλλο να περιμένεις; Ποια άλλη κουλτούρα θα ταίριαζε σε μια κοινωνία που για τόσα χρόνια κυριαρχεί η διαφθορά, το κλέψιμο και η ανεντιμότητα; Η πιο παρασιτική και εκφυλισμένη που θα μπορούσε να υπάρχει.
Και πάνω απ’ όλα, να θρονιάζεται η πιο κίβδηλη θλίψη. Ο καλλιτέχνης για να δημιουργήσει πρέπει να είναι μελαγχολικός, να ενατενίζει τον κόσμο μέσα από ένα πρίσμα πεσιμισμού και νοσταλγίας. Το να είσαι ένας απλά αισιόδοξος, έστω και ένας συγκρατημένα αισιόδοξος χαρακτήρας, στην κλίκα την καλλιτεχνική απαγορεύεται διά ροπάλου. Ακόμα δηλαδή και να είσαι, πρέπει να το παριστάνεις ιδιαίτερος, προβληματισμένος, μηδενιστής. Ένα ακόμα κακέκτυπο των δαφνοστεφανομένων αυτοχείρων ποιητών… Και τώρα να, το έβλεπε στα πρόσωπα τους. Τα χαρούμενα και χαλαρά βλέμματά τους έμοιαζαν σκαμμένες μάσκες, από πίσω κρυβόταν αυτή η σνομπιστική, εγωκεντρική μελαγχολία. Άιντε αυτοκτονήστε να ησυχάσουμε!
Μα που να είναι η Κατερίνα; Έμοιαζε η μόνη αφορμή απόδρασης από αυτό το ασφυκτικό γλέντι. Ένιωθε διψασμένος να τη δει, να βουτήξει, έστω και ως θεατής, στην ομορφιά της. Που είχε χαθεί; Σε αυτές τις άθλιες στιγμές, μέσα του ομολόγησε το πόσο ερωτευμένος ήταν μαζί της. Πόσο απλά, παιδικά, ατόφια ήταν τα συναισθήματά του γι’ αυτή. Ας μην έκαναν σεξ ποτέ. Προφανώς και την είχε σκεφτεί σεξουαλικά κάμποσες φορές, αλλά τώρα ένιωσε ευάλωτος, χτυπημένος από ένα απρόσμενο αίσθημα ήττας. Λες και όλη του η πορεία έμοιαζε ένα κενό, ένα μηδέν. Και μόνο η Κατερίνα του έδινε κάποιο φως, κάποιο νόημα. Ας την έβλεπε έστω για λίγο, ας της έλεγε ένα καληνύχτα κι ας έφευγε.
Αλλά, που να ήταν; μάλλον επάνω. Σφράγιζε τα μάτια του και έστρεψε τυφλά το πρόσωπο προς το ταβάνι, παρόλο που από την ώρα που ήρθε είχε πιει ένα ποτό, ένιωθε μεθυσμένος. Που είχε πάει ο κυνισμός του; ξαφνικά ο θυμός του τουμπάρισε, αναποδογύρισε σε έναν άκρατο συναισθηματισμό.
Πήρε την απόφασή του: θα πήγαινε στον πάνω όροφο. Ναι αμέ! Και καλά ότι ανέβαινε για κατούρημα και θα έψαχνε, διακριτικά βέβαια, αλλά θα το έκανε. Για να δει την Κατερίνα, όαση στην οργή, την κακεντρέχεια, τη στεναχώρια του, ας ξεδιψούσε με ένα μονάχα φευγαλέο χαμόγελό της. Ίσως το ελάχιστο ποσοστό ενός χάπυ εντ αυτής της ελεεινής βραδιάς θα το κατόρθωνε. Μετά θα έφευγε μόνος και ηττημένος.
Δε σκέφτηκε τίποτ’ άλλο. Τα στόρια είχαν ριχτεί ξανά και δεν σηκωνόταν με τίποτα. Μόνος στο δικό του σκοτάδι. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, πέρασε για ακόμη μια φορά μέσα από το συνονθύλευμα σωμάτων, που ανέδυαν ιδρωτίλα, καπνό και αλκοόλ, ανέχτηκε κάμποσα μεθυσμένα χαζόγελα, και εξαντλώντας τα όρια της υπομονής του έφτασε στην σκάλα. Έπιασε το κρύο χερούλι και πατώντας στο πρώτο σκαλί, σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε στην κορυφή. Ήταν θεοσκότεινα εκεί πάνω, τον έπιασε ένα φόβος, μια περιέργεια, ένα συναίσθημα σχεδόν μυστηριακό. Μεγάλο θέμα έκανε αυτό το ανέβασμα. Πέταξε το τσιγάρο στο πάτωμα, ξεφύσησε καπνό κι άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια, η στριφογυριστή σκάλα τρανταζόταν σε κάθε του βήμα.
Καθώς ανέβαινε, ο αέρας κάπως άρχισε να καθαρίζει, η θερμοκρασία να πέφτει κι όλος αυτός ο αχταρμάς από εκκωφαντική μουσική, κραυγές και σούσουρο απομακρύνθηκε. Βυθιζόταν στο σκοτάδι, το οποίο έβρισκε ευεργετικό, λες και η διάθεσή του είχε ξεχυθεί στο εξωτερικό περιβάλλον και τον καλωσόριζε. Έφτασε στο τελευταίο σκαλί, παντού σκοτάδι. Κλέφτης, καλυμμένος από την νύχτα, μπανιστιρτζής. Δεν τον ένοιαζε πλέον, ήθελε να δει την Κατερίνα. Κι αν έβγαζε τα μάτια της με κάποιον άλλο; Τι θα έκανε τότε;
Έχοντας ακόμα την ιδρωμένη πλέον παλάμη του στο χερούλι της σκάλας, έριξε μια ματιά αριστερά και δεξιά: ένα χολ. Μισάνοιχτες πόρτες στους τοίχους, από μέσα έχασκε ένα σκοτάδι πιο πυκνό. Στα δεξιά του ο διάδρομος τέλειωνε και… ένα ελάχιστο φως έβγαινε από μια σχεδόν εντελώς κλεισμένη πόρτα. Αχνοπατώντας και, χωρίς να το παίρνει καλά καλά χαμπάρι, με κομμένη την ανάσα, πλησίασε προς την πόρτα. Λογικά το δωμάτιο πίσω από την πόρτα θα πρέπει να είναι η τουαλέτα. Λες η Κατερίνα να ήταν μέσα; Στάθηκε πλάι στην πόρτα και έστησε αυτί. Η καρδιά του χτυπούσε όχι απλά γρήγορα, αλλά δαιμονισμένα. Οι ήχοι του πάρτυ έφταναν στα αυτιά του από ένα άλλο σύμπαν, τόσο αλλόκοτοι. Κοίταξε προς την σκάλα και αφουγκράστηκε για βήματα που ανεβαίνουν. Ε ρε και να ανέβαινε κάποιος και να τον έβλεπε μέσα στα σκοτάδια, όχι μόνο θα τον περνούσε για ανώμαλο, αλλά θα έτρωγε και ξύλο. Φοβήθηκε και έκανε να φύγει.
Μα ξαφνικά έπιασε έναν ήχο μέσα από την τουαλέτα. Κάποιος, ή μάλλον, κάποια έκλαιγε. Έκλαιγε ψιθυριστά μα το κλάμα της έβγαζε απόγνωση και πόνο. Έντονο κλάμα, βίαιο. Έστρεψε ακόμα περισσότερο την προσοχή του. Μα ήταν η Κατερίνα, στους λυγμούς αναγνώρισε τη φωνή της! Γιατί έκλαιγε; Πριν προλάβει να κάνει οποιαδήποτε συνειδητή σκέψη, έριξε άθελά του μια γρήγορη ματιά στο εσωτερικό της τουαλέτας. Αυτό που είδε έμοιαζε με εφιάλτη, μια εικόνα φρικτή και αλλόκοσμη…
Έκανε πίσω, έκλεισε τα μάτια του σφιχτά, τα άνοιξε ξανά και κοίταξε πάλι. Δεν ήταν στη φαντασία του. Πάνω στο κλειστό καπάκι της λεκάνης καθόταν η Κατερίνα. Τα πόδια της ήταν κλειστά και τα τακούνια που φορούσε φαινόταν γιγάντια. Τα μπλουκλωτά μαλλιά της έπεφταν άχαρα μπροστά, ενώ τα χέρια της ήταν ακουμπισμένα, εγκαταλελειμμένα στα γόνατα με τις παλάμες γυρισμένες προς τα πάνω. Δίπλα της ο νιπτήρας λερωμένος. Πιτσιλισμένος, όπως και τα πόδια της, οι τούφες από τα μαλλιά της, το ολόλευκο γυαλιστερό πάτωμα. Ο πιο διεστραμμένος, βίαιος πίνακας που είχε δει ποτέ του: κλινικό λευκό και κόκκινο˙ βαθύ κόκκινο, προς το μαύρο. Στον νιπτήρα ένα αντρικό ξυραφάκι, οι καρποί της πνιγμένοι στο μαυροκόκκινο αίμα. Πιτσιλιές αίματος παντού. Εκείνη έκλαιγε σιωπηρά, ήταν χλωμή κι άψυχη σαν κούκλα βιτρίνας. Ο Χ. Λ . μπήκε μέσα
-      Μα ήξερα, με σένα κάτι δεν πήγαινε καλά… ρε Κατερίνα, κάτι δεν πήγαινε καλά.
Μονολογούσε ασταμάτητα, εκείνη σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε. Το βλέμμα της, εντελώς ανέκφραστο, τον έκανε να νιώσει φόβο και οίκτο. Έσκυψε μπροστά της, ακούμπησε τα δάχτυλά του πρώτα στα μπράτσα, παραμέρισε τα βρεγμένα - από το αίμα, από το νερό;-  μαλλιά της, μετά χάιδεψε με τα ακροδάχτυλα τα χέρια της. Λες και θα την έγδερνε, όπως έκανε πριν το ξυράφι.
-      Γιατί το έκανες, ρώτησε ζαλισμένος… Γιατί;
Τον κοίταξε στα μάτια, κάρφωσε τα δικά της μάτια εκεί και του είπε άτονα, την ίδια στιγμή τόσο έντονα:
-      Η ζωή δεν έχει νόημα, άδεια, ασπρόμαυρη…
Απομάκρυνε το βλέμμα του από το δικό της και έκοψε χαρτί υγείας να καθαρίσει… τι να καθαρίσει; Ένιωσε ζαλάδα και τάση για εμετό, μια τεράστια, παρανοϊκά βαριά πέτρα έκατσε για τα καλά στο στήθος του. Παραπατώντας σχεδόν, βγήκε από την τουαλέτα και κατέβηκε γοργά να ειδοποιήσει τους άλλους.

“Φίλε, το είχα κάπως υποψιαστεί εγώ. Είχε έρθει τις προάλλες για καφέ στο σπίτι και μου έδειχνε τα ποιήματα που είχε γράψει τελευταία. Ναι, με εμπιστευόταν τουλάχιστον ως προς αυτό, μου έφερνε να δω κείμενά της. Σε πιο προσωπικά ήταν πολύ κλειστή… Τι έλεγα; Α, ναι. Μού ‘φερε, που λες, τρία τέσσερα ποιήματα που είχε γράψει τελευταία. Τι να σου πω; Πολύ μαυρίλα φίλε, απογοήτευση, αδιέξοδο… Μέσα μου είπα πως φταίει η περιρρέουσα ατμόσφαιρα που λέμε, η όλη πεσμένη ψυχολογία με την κρίση και τα σχετικά. Εντάξει δεν είχε η Κατερίνα και φράγκα, δεν είχε δουλειά. Έψαχνε, όπως όλοι μας άλλωστε… και ποιος δεν είναι στη γύρα αυτόν τον καιρό; Αλλά, άλλο να γράφεις από κανένα θλιμμένο ποιηματάκι εκεί, άλλο να κόβεις τις φλέβες σου…” Σώπασε για λίγο και τις έριξε μια σκυμμένη ματιά, έτσι όπως ήταν πάνω στο κρεβάτι με τα λευκά σεντόνια, διασωληνωμένη και συνέχισε: “Εντάξει ρε κοπελιά, αγαπάς τον Καρυωτάκη, από την εφηβεία σου έχεις ενθουσιασμό, κόλλημα. Επηρεάσου όσο θες από το έργο του, όχι κι από τη ζωή του…”.
Τελικά ο τύπος που του μιλούσε δεν ήταν και τόσο αντιπαθητικός, όσο φαινόταν στην αρχή. Ένας από εκείνους τους μαντράχαλους που του είχε γνωρίσει η Κατερίνα στο πάρτυ. Τότε, μέσα στην όλη περίεργη και δύσκολη φάση, δεν τον είχε πάρει με καλό μάτι. Τώρα όμως που τον βρήκε να κάθεται σε μια ξεκοιλιασμένη παλιά καρέκλα, δίπλα στο κρεβάτι της Κατερίνας στο νοσοκομείο, ο Χ. Λ. άλλαξε γνώμη.
 Ήταν ξενυχτισμένος με κάτι ολοσκότεινους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια και ένα νες μηχανής στο χέρι. Ξαναγνωριστήκανε, σιγά ο καθένας να μη θυμόταν από το πάρτυ τ’ όνομα του άλλου, και ανταλλάξανε τα τυπικά. Τον έλεγαν Αντώνη και ήταν φίλος της Κατερίνας από το σχολείο ακόμη. Πέρα από την αϋπνία και την κούραση που ολοφάνερα τον είχε διαλύσει, η διάθεσή του, και λογικό δηλαδή, ήταν άθλια. Μετά από το όνομά του και ένα μουρμουρηστό “χάρηκα” βυθίστηκε στη σιωπή. Ο Χ. Λ. κοίταξε την Κατερίνα. Κοιμόταν βαθιά στο κρεβάτι, ενώ τα σγουρά μαλλιά της πλημμύριζαν το μαξιλάρι. Της είχαν τιγκάρει στα χάπια, γιατί έδειχνε βυθισμένη σε τέλειο ύπνο. Οι καρποί της ήταν τυλιγμένοι σε γάζες και από το αριστερό της μπράτσο ξεκινούσε το σωληνάκι με τον ορό. Ακόμη κι έτσι ήταν όμορφη. Χλωμή και όμορφη. Μια παράταιρη σαρκαστική διάθεση ξύπνησε στον Χ.Λ. Τι σκέψεις είναι αυτές, κολλητός του Πόε είσαι, ή του Μπωντλαίρ;
Χωρίς να το πολυσκεφτεί, με μια κίνηση ασύνειδη, έριξε το χέρι του πάνω στον ώμο του Αντώνη που καθόταν δίπλα του. Έπιασε φιλικά την άκρη του ώμου και τον κοίταξε με συμπάθεια. Εκείνος το ίδιο αυθόρμητα ανταπόδωσε με ένα βαθύ βλέμμα που αναμίγνυε στεναχώρια, ματαιότητα, αλλά και ελπίδα. Όλα αυτά με ένα κοίταγμα λίγων δευτερολέπτων. Μετά προφανώς ένιωσε μια εμπιστοσύνη κι έκανε νόημα στον Χ.Λ. να βγούνε έξω, στον διάδρομο, να πούνε πιο άνετα καμιά κουβέντα.
Ευτυχώς η Κατερίνα γλίτωσε από την απόπειρα αυτοκτονίας στο πάρτυ. Ο Χ.Λ. μέσα σε όλη εκείνη την μουρλή κατάσταση έτρεξε και ειδοποίησε τους συνδαιτυμόνες και αμέσως μετέφεραν την λιπόθυμη ήδη κοπέλα στο νοσοκομείο. Εκεί, την έστειλαν κατευθείαν στην εντατική. Μετά από λίγο τα νέα ήταν θετικά, θα την έβγαζε καθαρή. Είχαν περάσει δυο μέρες κι ακόμα ήταν στο νοσοκομείο, την είχαν με φάρμακα όρους κι όλα τα σχετικά. θα περνούσα κάμποσες ακόμα μέρες μέχρι να πάρει για τα καλά τα πάνω της.  
Ο Χ.Λ. έφυγε από το μοιραίο πάρτυ σαν να τον κυνηγούσε κάνα φάντασμα και έτρεξε προς την πιο κοντινή πιάτσα ταξί. Κυριολεκτικά έτρεχε, λαχάνιασε, έκλαιγε και το στομάχι του ανακατευόταν φρικτά. Τελικά ξέρασε στην μέση του δρόμου και, όντας κάπως ανακουφισμένος, πήρε το πρώτο ταξί που βρήκε για το σπίτι του.
Οι πρώτες μέρες μετά το πάρτυ ήταν τυλιγμένες με μια ψυχολογία βαριά κι ασήκωτη, στη μια άκρη συναισθήματα και σκέψεις καταθλιπτικές, στην άλλη ατέλειωτο άγχος και ένταση. Οι νύχτες ήταν οι χειρότερες, έκλεινε τα μάτια και μπροστά του ένα αόρατο χέρι ζωγράφιζε τον ίδιο παρανοϊκό πίνακα σε λευκό και κόκκινο. Κατάφερνε να κοιμηθεί με το πρώτο φως της ημέρας, γιατί μαζί με το σκοτάδι κάπως καταλάγιαζαν και οι φόβοι του.
Κάποια στιγμή του ήρθε η ιδέα να απεικονίσει στον καμβά αυτή τη βίαιη και μακάβρια εικόνα της απόπειρας αυτοκτονίας της Κατερίνας. Άλλωστε τι καλλιτέχνης ήταν, αν δεν είχε την ικανότητα να μεταμορφώνει την θλίψη σε έμπνευση, το αδιέξοδο σε δημιουργία; Πως τόσοι και τόσοι το κατάφερναν; Τις ατέλειωτες νυχτερινές ώρες που παρέμενε κολλημένος στο κρεβάτι του με τα μάτια ορθάνοιχτα, περιπλανιόταν νοερά σε αυτή τη δυνατότητα, σε ένα πίνακα που θα τον ξεκολλούσε από την καλλιτεχνική απραξία των τελευταίων μηνών. Με τη φαντασία του σχεδίαζε τις γραμμές, τις σκιάσεις, τα χρώματα. Αρχικά πιο ταιριαστό στο ακραίο θέμα του, βρήκε ένα στιλ σκληρό, ρεαλιστικό. Φυσικά κυρίαρχα χρώματα θα ήταν το λευκό και το κόκκινο. Ανασηκώθηκε από το μαξιλάρι του και κοίταξε τρομαγμένος μέσα στο σχεδόν απόλυτο σκοτάδι του δωματίου του. Πολύ αγριευτικά όλα αυτά, αισθάνθηκε λες και κανένας μπαμπούλας των παιδικών του χρόνων, πριν καν αντικρίσει συνειδητά την κλίση του για την τέχνη, τον πλησίαζε και του χαμογελούσε μακάβρια. Αλίμονο, θα απέφευγε το ρεαλιστικό στιλ, σε αυτό τον πίνακα ίσως κάτι πιο ονειρικό και θολό θα ήταν καλύτερο. Ας πούμε μια προσέγγιση ιμπρεσσιονιστική… λες; Τότε ήταν όμως που ένιωσε πιο νευρικός: όλες αυτές οι αινιγματικές μορφές, τα απότομα χρώματα απλωμένα χαοτικά πάνω στον καμβά του δημιουργούσαν έναν φόβο πιο υποσυνείδητο, πιο αρχέγονο. Ήξερε πως τουλάχιστο για το συγκεκριμένο βράδυ στα σίγουρα θα έχανε τον ύπνο του, καταλήγοντας να πίνει ελληνικό καφέ και να βλέπει πρωινάδικα στην τηλεόραση, προκειμένου να ηρεμήσει.
Μετά από λίγο άρχισε πράγματι να ξημερώνει, οι πρώτες δειλές ακτίνες πέρασαν μέσα από τις γρίλιες του κλειστού παράθυρου, φωτίζοντας μικροσκοπικά σωματίδια σκόνης. Ο Χ.Λ. ένιωσε μια ανακούφιση, με το απλό γεγονός πως μια νέα μέρα ξεκινούσε κι ακόμα μια άγρια νύχτα έκλεινε τις θύρες. Άσε τις θανατηφόρες καλλιτεχνίες για το επόμενο ξενύχτι. 
Το ίδιο απόγευμα πήγε στο νοσοκομείο, να δει την Κατερίνα ως άγγελο ντυμένο στα λευκά. Λευκό και κόκκινο, λευκό και κόκκινο. Πάσχιζε να απαλλάξει τη σκέψη του από αυτόν τον συσχετισμό. Τελικά την είδε, η θλίψη που τον αιχμαλώτισε δεν ήταν τόσο έντονη όσο περίμενε. Άσε που, βλέποντάς την να κοιμάται τόσο μειλίχια, σαν τόσο δα κορίτσι, ένιωσε και ο ίδιος μια ηρεμία. Ειδικά από τη στιγμή που έπιασε την κουβέντα με τον φίλο της τον Αντώνη κι ανάμεσα στα δυσάρεστα του πάρτυ κι όσων επακολούθησαν, είπανε και κάνα εντελώς χαζό, αλλά ανάλαφρο αστείο – σε τέτοιες περιπτώσεις κάτι τέτοια αναπάντεχα αστεία, ακόμα και γέλια, σου ξεφεύγουν – αισθάνθηκε αρκετά καλύτερα.
Μετά από λίγο βγήκε από τη μεγάλη κεντρική πόρτα του νοσοκομείου. Ήταν ακόμα απόγευμα, ένα μουντό και στεγνό απόγευμα του Νοέμβρη. Έκανε κρύο, ο ουρανός συνοφρυωμένος, έτοιμος για βροχή. Κούμπωσε τα κουμπιά του παλτού του και προχώρησε γοργά προς το αυτοκίνητο. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.