σαμπουάν με φρούτα
του Αλέξανδρου Κάππα
Το τραμ είναι ένα τρυφερό μέσο. Κοιτάζεις αφηρημένα απ’ το παράθυρο, σχηματίζεις στο μυαλό σου ένα ποίημα που ποτέ δεν θα γράψεις. Το λεωφορείο είναι απλώς μια προσπάθεια να αμυνθείς της καθαρότητάς σου. Τα σώματα ποτέ ξανά δεν βρίσκονται τόσο σφιχτά εγκλωβισμένα στην προοπτική της τριβής όσο στο λεωφορείο. Αν σε ενδιαφέρει κάτι τέτοιο, κι αν η στάση σου αργεί, μπορείς να σκεφτείς ποια καθαρότητα παλεύεις τόσο να προστατέψεις. Μέχρι εκεί φτάνει το λεωφορείο. Όμως το μετρό — το μετρό είναι μια καρτεσιανή συνθήκη.
Αμέσως μόλις πατήσεις το πόδι στις κυλιόμενες σκάλες, κατεβαίνεις την τσουλήθρα μιας διαφορετικής ταχύτητας — ταχύτητα μιμητική, διασπειρόμενη σαν ασθένεια, από δέρμα σε δέρμα. Γιατί όλοι τρέχουν; Είναι τόσο επείγουσες οι δουλειές; Δεν τρέχει κανείς για να προλάβει το τρένο που φεύγει. Περισσότερο για ν’ αποφύγει τη σκέψη εκείνου που ήδη έχασε. Και ξαφνικά, το βαγόνι.
Το βαγόνι. Ο τριπλός ήχος της αποχώρησης. Μια γυναίκα χωρίς συναισθηματική εμπλοκή με τον κόσμο ανακοινώνει την επόμενη στάση. Ένας κύριος σηκώνεται απ’ τη θέση του για να καθίσει η έγκυος, κοιτάζοντας την ίδια στιγμή —μ’ ένα βλέμμα κατηγορίας— το ζευγάρι που φιλιέται. Και μια οικολογική σακούλα γεμάτη πράγματα που θα πεταχτούν για να γίνουν σακούλες. Και η γυναίκα με το πρόσωπο-ήλιο παιδικής ζωγραφιάς, κατάξανθη, αλλά ένα χρώμα ξεπλυμένο, κίτρινο που στάζει δυο πορτοκαλιές βούλες στα μάγουλα, ακτινοβολώντας φρικτή παιδικότητα, παιδικότητα που μεστώνει άσχημα τον χαμό της.
Ο μετανάστης τώρα και ο ναρκομανής. Ο άντρας μιας άλλης εποχής που ντύθηκε σαν επαγγελματίας οργανωτής καντάδας και μαζί η γυναίκα της ζωής μου, στη γωνία δεξιά, μπροστά απ’ την πλαστική διαφήμιση του σαμπουάν με φυσικά φρούτα. Δεν με κοιτάζει. Κι εγώ, κοιτάζοντάς την επίμονα, διαβάζω τα γράμματα από μαύρο μαρκαδόρο πάνω στη διαφήμιση: Ζούμε σε πόλεις φυλακές. Πάρε σαμπουάν για να νιώσεις τη φύση μέσα σου. Θέλω να τη νιώσω. Κι εκείνη και τη φύση, αξεδιάλυτα. Όμως δεν με κοιτάζει. Έχει τα μάτια της στο πάτωμα. Σκέφτεται.
Το μετρό είναι μια καρτεσιανή συνθήκη. Μόλις πατήσεις το πόδι στις κυλιόμενες σκάλες, το μυαλό δίνει εντολή και το σώμα μπαίνει σε εγρήγορση: κυνηγάς εκείνο που φεύγει, τρέχεις απ’ αυτό που έχασες. Αλλά όταν φτάσεις στο βαγόνι, το σώμα νεκρώνεται και η δύναμη της αδράνειας περνάει στα μάτια. Τα μάτια ψάχνουν εκείνο, τα μάτια αποφεύγουν το άλλο. Κι εγώ κοιτάζω εκείνη, ψάχνοντας ένα βλέμμα και παλεύοντας ν’ αποφύγω τον μαύρο μαρκαδόρο πάνω στη διαφήμιση του σαμπουάν. Την λούζω μ’ αυτό το σαμπουάν. Κι εκείνη κρατά το ντους στην πλάτη μου. Μυρίζουμε και οι δύο φρούτα: φυσικά, αξεδιάλυτα, μακριά απ’ την φυλακή της πόλης.
Την κοιτάζω. Την σκέφτομαι. Σκέφτομαι αυτά που σκέφτεται κοιτάζοντας το πάτωμα. Είμαστε πια σ’ ένα νησί. Επιστρέφουμε απ’ τη θάλασσα, κάνουμε μπάνιο, γύρω νυχτώνει, θέλω τα παιδιά της, τα λούζουμε μαζί, όλο το σπίτι μυρίζει φρούτα. Ο κύριος σηκώνεται ξαφνικά απ’ τη θέση του για να καθίσει η έγκυος γυναίκα μου, κοιτάζοντας την ίδια στιγμή εμάς —εμάς που φιλιόμαστε— μ’ ένα βλέμμα γεμάτο κατηγορία.
Η ζωγραφιά των παιδιών μας στο πρόσωπο της κίτρινης γυναίκας. Κάτω απ’ το σπίτι της, ο άντρας μιας άλλης εποχής κάνει καντάδα κι εγώ κρύβομαι πίσω απ’ τους θάμνους παραμονεύοντας το χρώμα που πέφτει στα μάγουλά της. Αλλά δεν με κοιτάζει. Ίσως μ’ ακούει αλλά δεν με κοιτάζει. Και κάθε φορά που φτάνουμε στην επόμενη στάση, φοβάμαι ότι θα φύγει. Τότε εύχομαι να είναι αυτή η στάση της, γιατί μόνο έτσι θα σηκώσει το βλέμμα. Κοίταξέ με. Νιώσε μέσα σου τη φύση. Μακριά απ’ αυτό το απαίσιο κελί: θάλασσα, νύχτα, σακούλα, έγκυος, πάτωμα, ανακύκλωση, ανακύκλωση. Σε θέλω. Σε θέλω κι όμως είμαι μονάχος μου σ’ αυτό το νησί: ν’ ακούω το κύμα, να λέω ποτέ σου δεν ήρθες, τα βράδια οι γείτονες να μ’ ακούν να ουρλιάζω –«πού είσαι, πού είσαι;»— κι αυτό να τους φαίνεται πολύ ρομαντικό και μαζί χαριτωμένο αλλά κάπως ενοχλητικό και λίγο θρασύ, γεμάτο επίδειξη, αλλά τόσο απελπισμένο, τόσο απελπισμένο...
Είναι αυτή η στάση σου; Μη φύγεις πριν κοιτάξεις. Κατάλαβε πως ζούμε σε πόλεις φυλακές και μόνο κάτι τέτοιες στιγμές έχουν πραγματική σημασία. Κατάλαβε τη μοναξιά σ’ ένα σώμα που σταμάτησε για λίγο να κυνηγά και ν’ αποφεύγει. Κατάλαβε ύστερα ότι ποτέ δεν θα ζήσουμε στο νησί μυρίζοντας φρούτα μέσα απ’ τη μπανιέρα μας. Και η παιδικότητα θα μεστώνει τόσο άσχημα πάνω στις ζωγραφιές. Κι οι γείτονες θα διχάζονται απ’ την κραυγή που ανακυκλώνει η απουσία σου.
Αυτήν κοιτάζεις τόση ώρα; Τα πράγματα που βρίσκονται μέσα της θα γίνουν κι αυτά σακούλες. Πλησιάζω εκεί που δεν είσαι και σαλιώνω τα δάχτυλα. Τρίβω τον αντίχειρα πάνω στις λέξεις, στις πόλεις, στις φυλακές, στο μαρκαδόρο, κι οι γείτονες βρίσκουν τη χειρονομία μου πολύ χαριτωμένη αλλά μαζί ενοχλητική, γεμάτη θράσος, γεμάτη επίδειξη, αλλά και τόσο απελπισμένη, τόσο απελπισμένη...
Η γυναίκα που δεν έχει συναισθηματική εμπλοκή με τον κόσμο ανακοινώνει τον τελευταίο σταθμό. Κι αμέσως οι γείτονες επιστρέφουν στο σώμα βγαίνοντας απ’ το βαγόνι: μπαίνουν στη νύχτα, ψάχνουν το όνειρο, κλειδώνουν την πόρτα της φυλακής αγοράζοντας σαμπουάν και μυρίζουν αυτά τα άπιαστα φρούτα αφήνοντας πίσω τους ένα τρένο που κάποιος τρέχει για να προλάβει αλλά ο ίδιος άνθρωπος προσπαθεί ν’ αποφύγει.
Δεν υπάρχουν σχόλια: