το ξεχασμένο σημείωμα του μαρτίου
Εσάνς Στρατού
Η ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή παρόλο που το ξεχασμένο σημείωμα λόγω φύλου δεν έχει καταταγεί στον ελληνικό στρατό. Τοποθεσία: Στρογγύλη*
γειά σου ένδοξε φαντάρε! |
Μέρα 10η: Ο λοχίας και το τσούρμο από τους στρατιώτες του κάθονται στην τραπεζαρία για το μεσημεριανό φαγητό. Τους μαγείρεψε με όσα υλικά είχε στη διάθεσή του, μιας και τα αποθέματα είχαν αρχίσει να εξαντλούνται. Ελπίζει πως ο ανεφοδιασμός τους θα γίνει σύντομα και πως δεν τους έχουν ξεχάσει. Οι στρατιώτες ήδη παραπονιούνται πως τα τσιγάρα τους τελειώνουν. Μέρα 12η: Στην υποτυπώδη κουζίνα του φυλακίου το φαγητό ετοιμάζεται. Κοιτώντας το βαζάκι μια υποψία περνάει από το μυαλό του, αλλά φεύγει όπως ήρθε... Μέρα 13η: Το πλοίο του ανεφοδιασμού ακόμα να φανεί. Ο λοχίας ξεφυσάει, αλλά δεν απελπίζεται. Πηγαίνει στην κουζίνα για να σερβίρει το βραδυνό όταν το μάτι του ξαναπέφτει στο ίδιο βαζάκι. Στο βαζάκι της ρίγανης το οποίο έχει μειωθεί δραματικά. Καλά το φαντάστηκα, σκέφτηκε και η ιδέα που σκαρφίστηκε του χάρισε ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Αφού έφαγαν το βραδυνό τους και αφού ήταν μαζεμένοι όλοι εκεί, ο λοχίας τους λέει: Αν δεν έρθει το πλοίο του ανεφοδιασμού άμεσα, οι επόμενες μέρες θα είναι ζόρικες. Ξέρω ότι σας έχουν τελειώσει τα τσιγάρα αλλά ακούστε αυτό που θα σας πω. Εμένα οι παππούδες μου ήταν κτηνοτρόφοι και στα παλιά τα χρόνια το χειμώνα τον έβγαζαν μαζί με τα ζωντανά στα βουνά ψηλά. Ξέρετε τι έκαναν όταν τους τέλειωνε ο καπνός; Τα πρόβατα και τα κατσίκια τι τρώνε; Χόρτα τρώνε. Και τι βγάζουν; Πάλι χόρτα. Έπαιρναν λοιπόν τα περιττώματα των ζώων, τα ξέραιναν στον ήλιο, τα έτριβαν σε χαρτάκια και μετά τα κάπνιζαν. Οι στρατιώτες τον άκουγαν με το στόμα ανοιχτό! Αλήθεια λες κυρ-Λοχία; του λέει ο ένας. Εμ βέβαια, πως νομίζετε ότι γινόταν παλιά, του απαντάει. Και τα κάπνιζαν; επιμένει με την ίδια απορία. Μα τι σου λέω τόση ώρα; του ξαναπαντάει. Οι στρατιώτες άρχισαν να κοιτάζονται μεταξύ τους και ο λοχίας βέβαιος πλέον ότι το έχαψαν για τα καλά, τους καληνύχτισε και πήγε για ύπνο. Οι στρατιώτες σηκώθηκαν και ανα δυο ή ανα τρεις άρχισαν να βγαίνουν έξω απ'το φυλάκιο, προς την άγονη γη του νησιού που το κατοικούσαν 6-7 αγριοκάτσικα. Μέτα από καμιά ώρα και πριν σουρουπώσει για τα καλά, γύρισαν όλοι και έπεσαν για ύπνο. Μέσα στη νύχτα, μια άσχημη μυρωδιά ενοχλούσε τον ύπνο του λοχία, αλλά συνηθισμένος όπως ήταν να ζει στη φύση, δεν έδωσε σημασία. Με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου ήταν όλοι στο πόδι, όπως συνήθως. Με τη μυρωδιά να μην έχει εξασθενίσει και πολύ, ο λοχίας κατευθύνεται προς την κουζίνα και τι βλέπουν τα μάτια του; Πάνω στον πάγκο σακουλάκια γεμάτα κοπριές κατσικιών. Βγαίνει έξω τρέχοντας και βρίσκει τους στρατιώτες του να καπνίζουν ενώ δίπλα τους σακουλάκια με κοπριές που κάποιες από αυτές τις έβλεπε ο ήλιος είχαν ήδη ξεραθεί. Μη μπορώντας να κρατηθεί από τα γέλια, ο λοχίας μπήκε πάλι μέσα στο πνιγμένο από τη μυρωδιά φυλάκιο.
*για όσους δε γνωρίζουν είναι το ανατολικότερο ακατοίκητο ελληνικό έδαφος
Δεν υπάρχουν σχόλια: