Jusqu'? la fin du monde
της Λογοτεχνικής Πιπίτσας
Η πόρνη ξεκλειδώνει το αμάξι της. Αρσενική και πληρωμένη. Ακριβοπληρωμένη στο σπίτι, κακοπληρωμένη στη δουλειά. Θυμάται να παντρεύτηκε τα λεφτά της και στη μούρη των παιδιών του αναγνωρίζει τη φάτσα του. Δυστυχώς. Δεν τα ξέρει τα κακόμοιρα και ούτε θέλει να τα μάθει. Διατηρεί το δικαίωμα να μην τον ενδιαφέρει. Από πολύ καιρό τον πλημμυρίζουν οι λέξεις αλλά δεν μπορεί να αρθρώσει ούτε μία. Το μυαλό του δεν συγχωρεί, σκληραίνει και μετακομίζει την ψυχή του σε τόπους μακρινούς.
Είναι ένας σφραγιστής. Το αφεντικό του πιστεύει στην ανακύκλωση και τα χαρτιά περνάνε σταθερά από το γραφείο του για μία επανάληψη. Σφραγίδα ξανά, σφραγίδα πάλι. Κανένα χαρτί δεν μπορεί να σφραγίζεται μία μόνο φορά. Θα μπορούσε να κάνει ένα εκατομμύριο εξωτικές δουλειές. Θα μπορούσε να είναι δοκιμαστής αντιηλιακών, θηριοδαμαστής, ερμηνευτής γυάλινων σφαιρών, ενσαρκωτής παραμυθιών, αναρριχητής τζαμιών, ταριχευτής άγριων ζώων, σκαρφαλωτής φραχτών.
Θέλει να φορέσει την περούκα του και τα ψηλοτάκουνα της συμβίας του και να περιδιαβεί την Συγγρού που είναι η αριστοκρατικότερη οδός αυτής της τερατούπολης που αυτοαποκαλείται πρωτεύουσα. Θέλει να γαμηθεί αλύπητα μέχρι να διώξει τους ατμούς που βγαίνουν από ένα μυαλό που βράζει. Θέλει να παρθεί με ότι βρεθεί μπροστά του. Προς το παρόν μπροστά του κείτονται άδεια μπουκάλια στο πάτωμα του αυτοκινήτου. Βότκες, ουίσκια, μπύρες, στο ποτό δεν κάνει να γίνονται διακρίσεις.
Οι κομπάρσοι της ζωής του έχουν φορέσει μάσκες με άι λάινερ μαύρο, σκιά γκρι και κραγιόν μπορντώ. Ζουν τον εφιάλτη τους και τον σπρώχνουν στην τρύπα τους. Τα πρόσωπά τους συνεχώς διογκώνονται και τεντώνουν το στόμα τους για να τον καταπιούν. Πόσο μακριά τους είναι και πόσο κοντά τους τον θέλουν. Τον γλείφουν με την αναπνοή τους. Πω πω τι μεγάλα στόματα… Πετάει την στάχτη από τη χαραμάδα του παραθύρου καθώς το σιντί τον λιώνει για άλλη μια φορά. Ένα σιντί που μιλάει για πεντακοσαράκια αμάξια του συρμού, αγορασμένα με λεφτά της μαφίας. Θα έπρεπε να ήταν αρχηγός της ή τουλάχιστον να συνεργάζεται με την αστυνομία. Αλλά η δική του επανάσταση ξέφτισε και έγινε σκέτη στάση. Λεωφορείου, πληρωμών, 69.
Α, οι θυσίες που κάνει κανείς για την αγάπη. Η αποφορά της έχει διαποτίσει την ζωή του και είναι χαμένος από χέρι, από πόδι και από τα λοιπά μέλη του σώματός του. Τσιγάρα, δαγκώματα, σφιξίματα χειλιών, συμπιεσμένες κάβλες και βεβιασμένη μαλακία, λογαριασμοί, συγγενικές συναντήσεις κορυφής, συμπυκνώνουν τον χρόνο και τον αφήνουν αρτιμελή μεν ανάπηρο δε. Η καρδιακή αναπηρία προχωράει.
Τις τελευταίες μέρες όμως έχει έρθει εκείνη. Την καταλαβαίνει από την αλάτινη οσμή που φοράει. Κάθεται τα βράδια στο πίσω κάθισμα και κοιτιούνται από τον καθρέφτη. Τα αιμάτινα μαλλιά της σκεπάζουν το στήθος της και φτάνουν μέχρι τα πράσινα λέπια που φυλακίζουν τα πόδια της για να τελειώσουν σε πλατύ χρυσοπράσινο πτερύγιο. Δεν μιλά ποτέ και όμως την ακούει. Στη γλώσσα της οι λέξεις αντιστοιχούν σε ήχους που βγαίνουν από κοχύλια. Εκείνος ξέρει ότι θέλουν να του πουν πολλά, η αναπηρία του μπαίνει στο ρελαντί και ξεκινά να τους αισθάνεται.
Η αλάτινη οσμή δεν κάνει λάθος. Του θυμίζει να μαζέψει τα περιττώματα των ονείρων του. Εκείνη πάντα στο πίσω κάθισμα του γελάει σταθερά και τον καλύπτει νοερά με τον μανδύα της. Του μιλάει για την ησυχία του μέρους από όπου έρχεται και ο λογισμός του κάνει αγώνα δρόμου για να την προλάβει. Γεύεται την άμμο στα χείλη του και το αλάτι του ανακουφίζει τα ρουθούνια. Τα όργανά του βρίσκονται σε εγρήγορση όπως παλιά όταν οι στιγμές σχεδόν τον πονούσαν από την ένταση. Αλλά εκείνη δεν έρχεται να καθίσει δίπλα του. Η θέση του συνοδηγού μένει κενή κι εκείνη εξαφανίζεται παίρνοντας μαζί της όλα της τα αρώματα.
Οι άλλοι φωνάζουν αλλά εκείνος δεν ακούει πια. Χαϊδεύει τις ράχες ψαριών και φωλιάζει σε τρύπες βράχων μαζί με ένα χταπόδι. Φαγητά, ξερατά, αποσμητικά έχουν χάσει την μυρωδιά τους. Μόνο αλάτι μυρίζει, πάτος ωκεανού και κολώνια γοργόνας. Η άβυσσός του βαθαίνει αργά, τα πατώματα που ακουμπάει καψαλίζονται χωρίς βιασύνη. Οι γαρουφαλούδες των μπουζουξίδων του κλείνουν το μάτι τα βράδια κι εκείνος θέλει να αγοράσει όλα τα λουλούδια για να τα προσφέρει στην επιβάτη του πίσω καθίσματος. Η ντροπή δεν τον αφήνει να το κάνει και της ενδίδει.
Κι εκείνη ξαναέρχεται. Απαλά όπως κάθε φορά, σχεδόν δεν ακουμπάει στο κάθισμα. Η θλίψη τινάζεται από το κορμί του σαν ανεπιθύμητο δέρμα. Του είναι περιττή. Το θαλασσινό αλάτι ποτίζει το αυτοκίνητο κι εκείνη του μιλάει για τον βυθό, για κοράλλια φανταχτερά, δίχτυα παρατημένα, ξεχασμένα αγκίστρια, ναυάγια χορταριασμένα και όστρακα που ανοίγουν οικειοθελώς και προσφέρουν τα μαργαριτάρια τους.
Την κοιτάει από τον καθρέφτη να κουνάει τα χέρια της για πρώτη φορά. Σχηματίζουν ένα φανταστικό τιμόνι που στρίβει πότε δεξιά πότε αριστερά. Αφήνει τα χέρια του από το δικό του και το αμάξι ακολουθεί τις οδηγίες της. Το κέντρο της πόλης μένει πίσω καθώς εκείνος σκύβει πίσω και ακουμπάει το κεφάλι του στο πάνω μέρος του καθίσματος.
Τώρα οδηγάει εκείνη. Σε λίγο θα φανεί η θάλασσα. Το αλάτι έχει καταλάβει την μύτη του και η άμμος ξεκινά να αγγίζει τα δάχτυλά του. Φαντάζεται ότι βυθίζεται στο νερό και οι ήχοι παύουν. Γυρνάει στο νερό, το νερό θα αραιώσει την υφή των μελών του, θα τον κάνει ελαφρύ και πλωτό. Το αμάξι βυθίζεται στην θάλασσα αργά. Εκείνος κλείνει τα μάτια και όταν τα ξαναανοίγει κολυμπάει πίσω της. Δεν γυρίζει να τον κοιτάξει μόνο ανεβοκατεβάζει το πτερύγιό της κι εκείνος την ακολουθεί. Το νερό τον αδειάζει, είναι ελαφρύς, μυρίζει την αλμύρα και μπροστά από τα μάτια του εμφανίζονται χρώματα αγκαλιασμένα το ένα μέσα στο άλλο. Του φτιάχνουν συνδυασμούς που δεν είχε φανταστεί ποτέ, και ξέρει ότι είναι μόνο για εκείνον. Σταματάει να αιωρείται, μυρίζει και κοιτάζει, ενώ εκείνη χάνεται.
Η ζωή αρχίζει στα 40.
Δεν υπάρχουν σχόλια: