Οι ταξιδιώτες της σιωπής
της Πανδώρας
Τις νύχτες που οι άνθρωποι κοιμούνται οι ευχές και τα όνειρα ταξιδεύουν. Ταξιδεύουν με τα σύννεφα και με τον άνεμο. Στροβιλίζονται και σκορπίζουν πάνω απ’ τα κύματα, πάνω απ’ τις στέγες των σπιτιών, πάνω απ’ τα κοιμισμένα χαμόγελα και τα βρεγμένα ματόκλαδα, πάνω απ’ την ανεμελιά μας.
Μπαίνουν απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα, τρυπώνουν στις χαραμάδες απ’ τις σφαλισμένες μπαλκονόπορτες και γίνονται φρουροί του ύπνου και μάρτυρες των στοχασμών. Παρηγορούν το παράπονο των παιδιών και διηγούνται παραμύθια στους μεγάλους. Ύστερα φεύγουν αθόρυβα με την αυγή. Είναι οι ταξιδιώτες της σιωπής.
Ανάμεσα σε δυο στιγμές, οι χορδές μιας αθέατης άρπας πάλλονται και ηχούν. Στον τελευταίο παλμό, στον απόηχο της νότας που σβήνει, οι δυο κόσμοι σμίγουν και συναντιούνται.
Ανάμεσα σε δυο χορδές, ο αρπιστής κρατάει την ανάσα του και τότε είναι η στιγμή που οι δυο κόσμοι αποχωρίζονται κι ο καθένας τραβάει το δικό του δρόμο.
Ο κόσμος της δικής μας καθημερινότητας ζει το δικό του παραμύθι. Ο κόσμος των ονείρων ζει τη δική του πραγματικότητα. Ποιος είναι είδωλο και ποιος ο αληθινός; Κανείς δεν ξέρει. Ίσως μονάχα ο αρπιστής γνωρίζει, όμως εκείνος δε μιλά ποτέ. Ό,τι έχει να πει το διηγείται κρούοντας τις χορδές του. Έτσι το μόνο που θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς με βεβαιότητα, είναι ότι οι στιγμές που οι δυο κόσμοι συναντιούνται είναι πέρα για πέρα αληθινές.
Οι ταξιδιώτες του άλλου κόσμου δεν έχουν σταθερή πορεία, μπαινοβγαίνουν άστατα στις ζωές μας, καθώς κι εμείς μπαινοβγαίνουμε στις δικές τους ζωές. Ένα είναι το σίγουρο. Οι ζωές μας επηρεάζονται από τη συνάντηση μαζί τους. Η πορεία που ακολουθεί ο δικός μας κόσμος χαράζεται σταθερά πάνω στα όνειρα των ανθρώπων. Χωρίς όνειρα οι δρόμοι δεν ανοίγουν, άρα πορεία δεν υπάρχει. Η πρωινή επίγευση του ονείρου καθορίζει αθόρυβα το βίο μας και τον διαμορφώνει. Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε την εσφαλμένη εντύπωση ότι πραγματικό είναι αυτό που αντικρίζουμε με τα μάτια ανοιχτά.
Άραγε όταν έχουμε τα μάτια μας κλειστά αυτό που ζούμε είναι λιγότερο πραγματικό; Κι ύστερα πάλι, όταν έχουμε τα μάτια ανοιχτά, παύουν οι αναμνήσεις απ’ τις δονήσεις της άρπας, τις δονήσεις του ονείρου;
Ανεπαίσθητοι κραδασμοί, μόλις αντιληπτοί, επηρεάζουν καθοριστικά τις κινήσεις μας όσο έχουμε ορθάνοιχτα τα βλέφαρα. Οι επιθυμίες και οι φόβοι μιας ανθρωπότητας, αιώνες τώρα, γέννησαν τους ταξιδιώτες της σιωπής. Αθόρυβοι επισκέπτες του ύπνου, έρχονται και μας συναντούν, γεννώντας καινούργιους φόβους, καινούργιες επιθυμίες, καινούργιους στόχους και στοχασμούς. Αλλάζουν την πορεία μας και τη μετατρέπουν από περίπατο σ’ επικίνδυνη περιπέτεια.
Έτσι κι εμείς αλλάζουμε τη δική τους περιπέτεια, το δικό τους ταξίδι. Υπάρξεις φτερωτές, μ’ ένα φύσημα ανάσας ζωντανεύουν και χαρίζουν στον άνεμο το ταξίδι τους.
Καμιά φορά καθώς περνούν από δίπλα μας, μας αγγίζουν ελαφρά στο μέτωπο δίχως να το θέλουν. Τότε το βλέμμα μας βαθαίνει με μια απόχρωση μαβιά στα έγκατά του, χάνει την εστίαση της καθημερινότητας κι εμείς στέκουμε μετέωροι ανάμεσα σε δυο κόσμους. Είναι οι ώρες των ρεμβασμών.
Οι Άλλοι μας προσπερνούν χωρίς να το γνωρίζουν. Το άγγιγμά τους είναι τυχαίο στην παύση που μεσολαβεί απ’ τη δόνηση της χορδής. Αναθρεμμένοι μ’ εφιάλτες κι αυταπάτες, είναι άλλοτε καλοί κι άλλοτε κακοί. Κρατούν την ανάμνησή μας στο ταξίδι τους κι ύστερα πάλι κυβερνούν τις αναμνήσεις μας. Στο μεταξύ ζουν τις δικές τους ζωές, παράλληλες μ’ εκείνες των ανθρώπων. Μια αμφίδρομη πραγματικότητα. Ή μήπως μια αμφίδρομη ουτοπία;
Αν την ώρα που κοιμάσαι μπορέσεις να τους ακολουθήσεις στο ταξίδι τους, κράτα μια απόχη. Ίσως καταφέρεις να αιχμαλωτίσεις μερικές ευχές πολύτιμες που πραγματοποιούνται. Κι ίσως βρεις εκεί και τα δικά σου όνειρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια: