μηδέν εις το πηλίκο
του Αλέξανδρου Κάππα
«Πόσο εις το πηλίκο;» λέει ο δάσκαλος. Όμως εγώ σκέφτομαι τη φουστίτσα της Μαρίας. Μαρία, Μαράκι, δώσ’ μου το χεράκι σου, μη φοβάσαι, χαμογέλα, γλείψε την ανάσα μου, είμαστε μόνοι, στις τουαλέτες, χειροπόδαρα, ανάμεσα από γηπεδικά συνθήματα, πάνω στα βρώμικα πλακάκια. «Μηδέν εις το πηλίκο» λέει ο δάσκαλος. Μαρία και Μαρίες αυτής της τάξης, δεν σας αξίζω. Θέλω μόνο το κυκλάκι σας ανάμεσα στις απέραντες περγαμηνές από μπούτια. Σας αξίζω όμως γιατί υποκλίνομαι σ’ αυτόν τον σχολικό ναό, επί ονείρου κρεμάμενος και στο ξυπνητό μου, κάθε πρωί, την ώρα της προσευχής, την ώρα της ονειροπόλησης, που είναι κάθε ώρα, και ειδικά η ώρα που ο δάσκαλος αναφωνεί: «μηδέν εις το πηλίκο». Θα ήθελα λοιπόν, και το λέω ευθαρσώς, όρθιος εδώ και άξιος, στον μαυροπίνακα της παιδικής τυραννίας, πως επιθυμώ την καταβύθιση σ’ έναν διαρκή μηδενισμό – άκου δάσκαλε κι εσύ, «πώς βγαίνει μηδέν, Αλέξανδρε;», λέει ο δάσκαλος, «κάποιο λάθος έχεις κάνει», λέει τώρα βλοσυρός, «ως συνήθως», λέει και σηκώνεται από την έδρα με τη βαριά σκιά του να τρεμοπαίζει στον μαυροπίνακα καθώς έρχεται αυτή η φωτεινή αχτίδα απ’ το παντζούρι, όπου βρίσκεται και το θρανίο της Μαρίας, κάθε Μαρίας που επιθυμώ να εκμηδενίσω και εντός της να μηδενιστώ. «Είναι σωστό, δάσκαλε, το πηλίκο». Και βλέπω τα φρύδια του να σηκώνονται και τη Μαρία, αχνή στο βάθος, ηλιόλουστη, να μου χαμογελά ανοίγοντας τον επάνω κύκλο της διαίρεσης: από το μηδέν, θα έλεγε κανείς, εις το μηδέν, από πάνω μέχρι κάτω, ποτέ ενδιάμεσα ή πλαγίως, γραμμή ασυνεχής, από σημείο σε σημείο, μηδέν ισούται με μηδέν: όροι εξίσωσης ορμονικής, που μας ταλαιπωρεί, σαν κρυφή γέννηση, χωρίς ποτέ να έρχεται, νυχθημερόν τεντωμένη στο παντελόνι, μέχρις αυτόβουλου ανακουφισμού, άλλη λύση δεν υπάρχει, ασφυκτιούμε σε κοινωνικούς περιορισμούς που δεν συνάδουν με το σώμα, το οποίο, εξαιτίας αυτού του παραλογισμού, μονίμως νοσεί, εμφανίζεται φιλάσθενο. «Δεν αισθάνεσαι καλά αγόρι μου;» λέει τώρα ο δάσκαλος, ανήσυχος, εκκωφαντικά παράταιρος σ’ αυτή τη στρογγυλάδα που εκπέμπει η Μαρία σουφρώνοντας ολοένα το στόμα της σ’ ένα μεγάλο «Ο». Από κάτω της, το γνωρίζω αυτό, με συμφέρει να το ξέρω, η Μαρία ψιχαλίζει κυκλικώς. Αρνούμαι λοιπόν να δεχτώ άλλο πηλίκο, ενώ ο δάσκαλος με ταρακουνά από τις πλάτες, «σύνελθε Αλέξανδρε», αρνούμαι εγώ, «μηδέν εις το πηλίκο!», αρνούμαι και φωνάζω, «τόσο βγαίνει!», πλέοντας σ’ έναν αστερισμό από αβυθομέτρητες Μαρίες, σε συνθήκες μηδενικής βαρύτητας, όλος μια ορμονική κουκκίδα που βουτά στα πηλίκα της τάξης και τα γεμίζει αναπνέοντας μέσα σ’ αυτή τη στρογγυλή εξίσωση που κανείς μαθηματικός, ποτέ των ποτών, δεν κατάφερε να λύσει, στον μαυροπίνακα.
Δεν υπάρχουν σχόλια: