ο ήρωας
Α. Κάππα / Αθήνα / 2011
"vision of Hyperion" |
Έχουμε γήπεδα από ψεύτικο χορτάρι για τους νεαρούς της μέσης τάξης και αρένες ξιφασκίας για τους γόνους των Εκλεκτών. Έχουμε τις φυλακές και τους θαλάμους βασανιστηρίων για όσους με τη ζωή μας δε συμφωνούν.
Πολλούς ορόφους παρακάτω, η βουερή η αγορά μας: γυάλινες σφαίρες με εγκλωβισμένες καταιγίδες, πίνακες που καθρεφτίζουν τα πρόσωπα χρόνια πίσω και χρόνια μπροστά, άμμος απ’ τις παραλίες του παλιού κόσμου, σύννεφα κυριακάτικου πρωινού, μελάνια που χρωματίζουν την ασθένεια, οροί φθινοπωρινού χώματος, ο τελευταίος ανθισμένος κάκτος στη σημερινή δημοπρασία. Και παραδίπλα, σπουργίτια με οδοντογλυφίδες στα μάτια τους καρφωμένες, παστά έντομα και καπνιστά μυαλά, σταφύλια γίγαντες και καρύδες νάνοι.
Βλέπω τα γεράκια με τα καραμελωμένα σωθικά, απέναντι απ’ τους μαυραγορίτες, ίδιοι μαύρα όρνια, κρύβοντας ρίζες μανδραγόρα κάτω απ’ τους χιτώνες και φίλτρα που κάνουν ανείπωτο το ψεύδος· ελιξήρια που φέρνουν το φως της γέννησης, το κόψιμο της γλώσσας, τον έρωτα της μάνας. Και πιο κάτω, στο επίπεδο της διασκέδασης, οι σοφοί γητευτές των νυχτερίδων, ο ραμφόστομος μάγος που περνά σύρματα από τ’ αυτιά του και οι μαϊμούδες που αφηγούνται παροιμίες της παλιάς μας γλώσσας. Και παραπέρα, στη σκιά του θόλου, σχεδόν αθέατα, σαν μην τα είδε κανείς να τρεμοπαίζουν, τα ολογράμματα που προσκαλούν τους άντρες: η αμαζόνα με τα τυλιγμένα φίδια και η μελαχρινή πριγκίπισσα με το λευκό της πέπλο.
Έναν όροφο πιο κάτω, οι λαϊκές μονομαχίες μας. Μέσα στα κλουβιά τους αργοσαλεύουν τα ζώα· η τρομερή σαλαμάνδρα που γνέφει δηλητήριο για τον απογευματινό αγώνα και λυσσασμένο από δίπλα το ανίκητο ταυρολιοντάρι. Κι ύστερα το πρώτο επίπεδο του θόλου μας· η «γη» μας, το μεταλλικό μας χώμα· εκεί που οι Εκλεκτοί βγάζουν ομιλίες και ψηφίζουν τους απαράβατους κανόνες μας.
Πάνω σ’ αυτό το μέταλλο, δώδεκα σιντριβάνια, κι ανάμεσά τους, το άγαλμα του Υπερίωνα· εκείνου που έσπειρε την καταστροφή μας, μπολιάζοντας με τον ιό της τρέλας τ’ ανίδωτα νερά μας και φέρνοντας τη μαύρη μπόρα του θανάτου – σαν όρθια σαρανταποδαρούσα πάνω απ’ τα κεφάλια μας, άγαλμα επιβλητικό, φύλακας της ενοχής μας, κάθε ώρα που περνά, τον πόνο που δε ζήσαμε, να ’ρχεται να μας θυμίζει.
Ένα περιστέρι έριξε ο ήρωας στο κενό και, καθέναν όροφο που περνούσε, χιλιάδες περιστέρια βγαίναν απ’ τη σκοτεινιά και το ακολουθούσαν· ώσπου γέμισε ολάκερη η θολωτή σπηλιά μας από αγγελιοφόρους που ’χαν στα νύχια τους δεμένο του ήρωα τον λόγο.
Κι άρχισε ξάφνου ν’ απλώνεται στην αγορά αναβρασμός κι έσπασαν τότε οι πάγκοι σαν από κεραυνούς και ξεχύθηκαν τα εμπορεύματα και τρέξαν οι φύλακες την τάξη να επιβάλλουν –πέσαν πολλοί απ’ τα καρφωμένα ξίφη, παιδιά ουρλιάζαν στους ώμους κρεμασμένα–, αλλά ακόμα ο ήρωας περίμενε, αργά κατεβαίνοντας τους ορόφους, το μίσος των ανθρώπων κι άλλο να φουντώσει.
Μέχρι που ακούστηκε κραυγή πολεμική· και τότε οι άνθρωποι ορμήσαν μες απ’ τις κρυψώνες κι οι σειρήνες του κινδύνου απλώθηκαν σ’ όλη τη θολωτή σπηλιά: ίπποι και άρπυιες μες στον αέρα και τοξοβόλοι αντίπαλοι απ’ των ορόφων τις καμπυλωτές πολεμίστρες εκτόξευαν τα θανατερά τους βέλη και πύκνωναν οι φιδωτές ουρές ανάμεσα στα ξίφη που στάζαν αίματα από ψηλά σαν από αρπαχτικού κοφτήρες· ώρες ατελείωτες η μάχη, το χώμα μας από μέταλλο, δεν έπαψε να βάφει.
Μπροστά στο άγαλμα του Υπερίωνα, εκεί βρεθήκαν όσοι μείναν στη ζωή. Μέσα στο σκοτάδι, ακούγοντας τον ήρωα που ξανά μας είπε όσα είχε προγραμμένα. Κι είπε τότε στους ανθρώπους: θύματα της άγνοιας, σκλάβοι των Εκλεκτών. Κι είπε ξανά: συνωμοσία τον θόλο της ζωής μας έγνεψε. Κι είπε τέλος: ποτέ Υπερίωνας δεν υπήρξε παρά μόνο στον λώρο που άλλοι γέννησαν για μας.
Μέσα από δαιδάλους σκοτεινούς περάσαμε, στοές αραχνιασμένες και σκαλοπάτια γλιστερά, ώσπου ο ήρωας στάθηκε στην καμάρα και, σαν νεογνό που σχίζει το κουκούλι, τη θύρα γκρέμισε εμπρός μας. Κι είδαμε τότε μια απεραντοσύνη φωτεινή μες απ’ τα σπλάχνα της ομίχλης· έναν ήλιο χρυσό και αφρισμένο στο κέντρο γαλάζιας νύχτας που, κάποιος άνθρωπος το φώναξε, ήταν ο ουρανός μας.
Είδαμε καταρράχτες που ορμητικοί κατέβαιναν, σαν λαξεμένοι, κυματιστοί, μες από βουνά τρέχοντας και σε δάση ξεχειλίζοντας, νάματα διάφανα, ρείθρα από κρύσταλλο, στους αγρούς πέφτοντας που τους τρέμιζε ο άνεμος χορεύοντας τα πέταλα των κρίνων· κι ήταν μια βουή που πρώτη φορά μάς μίλαγε τον θόρυβο του κόσμου· κι ήταν θόρυβος που αμέσως τον γνωρίσαμε, σαν πάντοτε εντός μας, να ήτανε γραμμένος.
Στάθηκε ο ήρωας πάνω στο βράχο, κοιτάζοντας ολόγυρα με μάτι χολωμένο. Κι είπε τώρα στους ανθρώπους: σταγόνες δίδυμες του δικού μας θόλου, πέρα στον ορίζοντα είναι φυτρωμένες. Κι είπε ξανά: λάμπες που οι Εκλεκτοί στήσανε στο χώμα και το φως τους ανάβει απ’ των ανθρώπων το αιχμάλωτο αίμα. Κι είπε τέλος: μη γελιέστε πως ο πόλεμος τέλειωσε, ούτε ποτέ του θα κοπάσει, μέχρι κι ο τελευταίος να έρθει ν’ ανασάνει.
Κι όταν εμείς αργά πισωπατήσαμε,
σαν να μας τράβηξε όλους ο ίδιος λώρος,
ήμουν εγώ που έκλεισα τη θύρα,
βλέποντας τον ήρωα πεσμένο στην κορφή του βράχου,
να κοιτά και να θυμάται,
τις φιγούρες μας που χάθηκαν,
όλους τους ανθρώπους,
όλους τους ανθρώπους που χαθήκαν
μέσα στης λήθης τη θολωτή σπηλιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια: