Ads Top

ο σοφός


του Τραχανά


-Κοίτα μέσα σου και θα βρεις τις απαντήσεις που ζητάς, είπε ο σοφός και με μια κίνηση του χεριού του τον έριξε σε βαθύ ύπνο.
            Ένας ύπνος πολυτάραχος, γεμάτος φριχτά όνειρα που οδηγούσαν σε κρυφούς φόβους και πόθους που θύμιζαν χαρές που είχε ζήσει ή που νόμιζε ότι έζησε, που δημιουργούσαν απέραντη ευφορία, μόνο και μόνο για να καταπλακωθούν από την σκοτεινότερη απόγνωση, που δεν είναι μέρος της πιο μουντής νύχτας, αλλά των βαθύτερων σπηλαίων της γης. μιας απόγνωσης που έπεφτε σαν βράχος στην ψυχή του συνθλίβοντάς την.
            Άνοιξε τα μάτια έντρομος θέλοντας να ουρλιάξει για να διώξει μακριά ό,τι μόλις είχε βιώσει, αλλά η φωνή του σκάλωσε και απλώς έμεινε να ξεφυσάει ιδρωμένος. Περιεργάστηκε το σκοτεινό δωμάτιο κι αφουγκράστηκε, αλλά δε συνέβη τίποτα αξιοπερίεργο. Υπήρχε όμως ένα βάρος στην καρδιά του και μέσα στο δωμάτιο ένιωθε να υλοποιούνται υπάρξεις εξωπραγματικές, χθόνιας προέλευσης γεμάτες αρχέγονη κακία που τον παρακολουθούσαν με τα άυλα μοχθηρά μάτια τους, χασκογελώντας με ήχους που θα τρέλαιναν τον καθένα αν μπορούσε να τους ακούσει. Είναι παράλογο σκέφτηκε, τέτοια όντα δεν υπάρχουν, επιστημονικά αν το δει κανείς δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Προσκολλήθηκε σ’αυτή τη σκέψη, γύρισε πλευρό και αποκοιμήθηκε.

-Φοβήθηκες! Είπε ο σοφός χαμογελώντας με ύφος δασκάλου που ο μαθητής του μόλις είχε πάρει ένα δύσκολο μάθημα.
            Κοιμήθηκε κι ο ύπνος του γεμάτος με μια μαυρίλα που δεν μπόρεσε να διώξει όσο κι αν στριφογύρισε στο κρεβάτι του.
            Άνοιξε κουρασμένα τα μάτια του κι είδε το ζεστό φως του ηλίου να περνάει ανάμεσα από τις γρίλιες. Έμεινε λίγο ξαπλωμένος να κοιτάει το ταβάνι, άνοιξε στα τυφλά το κινητό του, που ήταν δίπλα στο κρεβάτι του και αφού άκουσε το χαρακτηριστικό ήχο κάποιου μηνύματος, ανασηκώθηκε κι έκατσε στην άκρη του κρεβατιού του. Ανοιγοκλείνοντας τα μάτια για να ξεθολώσουν από την τσίμπλα, έφερε το κινητό του μπροστά του για να διαβάσει το μήνυμα. Ήταν ένα αδιάφορο διαφημιστικό μήνυμα της εταιρείας κινητής τηλεφωνίας για κάποια προσφορά που θα είχε σαν σκοπό να περάσει κανά – δυο βδομάδες συνεχούς ομιλίας με κάποιον εξίσου βαριεστημένο. Τεντώθηκε, άνοιξε τα παντζούρια και κοίταξε έξω. Σκέφτηκε ότι άλλη μια μέρα είχε ξημερώσει και όπως κάθε φορά ήλπιζε να ήταν καλύτερη από την προηγούμενη. Άφησε τον ήλιο να μπαίνει ανεμπόδιστος στο δωμάτιο, ενώ οι κουρτίνες θρόιζαν απαλά στο πρωινό αεράκι και πήγε στην κουζίνα. Πήρε ένα κρουασάν και το μασούλησε αργά αλλάζοντας κανάλια ανάμεσα σε ανούσιες εκπομπές μαγειρικής ή κουτσομπολιού και βίντεο κλιπ τραγουδιών που μέσος χρόνος ζωής τους κυμαίνονταν στον ένα μήνα. Μόλις τέλειωσε, έκλεισε την τηλεόραση, πλύθηκε, τακτοποίησε το δωμάτιό του κι έφυγε από το σπίτι του.
            Παρόλο που ήταν μια ηλιόλουστη μέρα, το απαλό βοριαδάκι την έκανε δροσερή κι ευχάριστη. Κόσμος πηγαινοέρχονταν παντού κι αυτό τον εκνεύρισε γιατί χαλούσε τη γαλήνη της ημέρας. Στάθηκε στη στάση, περιμένοντας το λεωφορείο του. Ανάπνευσε το καυσαέριο του δρόμου, άκουσε το παιδάκι που στρίγκλιζε παραδίπλα γιατί προφανώς δεν του είχε γίνει κάποιο χατίρι, κοίταξε κάτι φτιασιδωμένα κορίτσια που μασούσαν μαστίχα νευρικά, αρνήθηκε να δώσει ευρώ σε κάποιον που ήθελε να πάρει μια τυρόπιτα, συμφώνησε απολύτως με την αθλητική ανάλυση που είχε κάνει ο από δίπλα του, αλλά διαφώνησε με τους λόγους που η από πίσω του χώρισε τον Κώστα ώσπου τελικά ήρθε το λεωφορείο του. Το σκηνικό μέσα στο λεωφορείο δεν άλλαξε ιδιαίτερα, μόνο που ο χώρος μειώθηκε δραματικά μ’αποτέλεσμα κάποιος να χουφτώνει τα οπίσθια του, αλλά όσο δεν έκλεβε το πορτοφόλι του δεν υπήρχε πρόβλημα.
            Θα ήταν μια καλύτερη μέρα σκέφτηκε. Δεν είχε βελτιωθεί και τίποτα βεβαίως. Ήξερε ότι δε θα βελτιωνόταν τίποτα. Μπορούσε όμως να ελπίζει, αλλά δεν ήξερε αν αυτό είχε κάποιο νόημα. Αλλά όπως έλεγαν και οι αρχαίοι «Συν Αθηνά και χείρα κίνει», οπότε κι αυτός έκανε ό,τι μπορούσε. Αν και όσο και να είχε κουνήσει τα χέρια του η Αθηνά δε φαίνονταν να συγκινούνταν ιδιαίτερα. Ξεφύσηξε αργά. Σε λίγη ώρα θα έφτανε στο πανεπιστήμιο. Άλλη μια μέρα ανάμεσα σε ως επί το πλείστον βαρετούς καθηγητές που είχαν πάρει τη θέση κυρίως κολακεύοντας τους προηγούμενους καθηγητές και συκοφαντώντας τους υπόλοιπους της σειράς τους. Ήταν όμως η επιλογή του. Η σχολή που ήθελε πάνω από όλα και που είχε προσπαθήσει τόσο για αυτό. Το αντικείμενό της τον συνάρπαζε και ήθελε να βυθιστεί μέσα του, μια αίσθηση τόσο υπνωτιστική που θα καταστρέφονταν στο πρώτο άκουσμα της μονότονης φωνής του καθηγητή.
            Δεν έχασε καθόλου χρόνο, κατέβηκε από το λεωφορείο, πήγε στη σχολή του, χαιρέτησε τυπικά μερικούς συμφοιτητές του, μπήκε στο αμφιθέατρο, έκατσε στο άβολο ξύλινο κάθισμα, κοίταξε το χοντρό, φαλακρό καθηγητή με τα γυαλιά και το μπλε κοστούμι, κοίταξε παρακλητικά προς τα πάνω κι άρχισε να σκαλίζει με το στυλό του το έδρανο. Έγραψε μερικές ακατάληπτες φράσεις και στίχους από τραγούδια πάνω του σε διάφορες γλώσσες, συμπληρώνοντας αυτά που είχαν γράψει οι προηγούμενοι κι απλά περίμενε να περάσει η ώρα.

-Αυτό είναι που θέλεις; Είπε ο σοφός μέσα στο κεφάλι του.
Τον ξάφνιασε η σκέψη του. Οδηγήθηκε σε περίεργα στενά που ήταν τα γεγονότα και οι επιλογές της ζωής του, τα οποία πάντα κατέληγαν σε μια διχάλα με μια μισοσβησμένη κάθε φορά πινακίδα να δείχνει το δρόμο. Τα βήματα του ήταν αργά και φοβισμένα, καθώς τα ελικοειδή δρομάκια ήταν λίγο φωτισμένα, αλλά είχε τα μάτια του πάντα ανοιχτά και βρίσκονταν σε εγρήγορση. Τα αφτιά του αφουγκράζονταν. Είχε πάρει το σωστό δρόμο; Φόβος... Αλλά ακόμα κι αν φοβόταν δεν μπορούσε παρά να συνεχίσει. Επιλογές, επιλογές, επιλογές... Η ζωή είναι γεμάτη από αυτές. Ξαφνικά μια βαβούρα από ανθρώπους που μιλούσαν, σηκώνονταν και μάζευαν τα πράγματά τους τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Τους μιμήθηκε και πήγε κάτι να τσιμπήσει στο κυλικείο.
            Στο κυλικείο χαζολόγησε με διάφορους γνωστούς του και παράλληλα κανόνισε να πάει για καφέ με κάποιον φίλο του. Δεν υπήρχε κάτι το αξιόλογο στη σχολή του κι επιτέλους θα είχε κάτι ενδιαφέρον να πει. Έτσι δεν έχασε χρόνο, παρακολούθησε άλλη μια ώρα μαθήματος, έκανε σκασιαρχείο την τελευταία και έφυγε για το ραντεβού του.
            Ήπιανε τον καφέ τους με την ησυχία τους, μιλώντας για διάφορα θέματα και πηδώντας συχνά από το ένα στο άλλο χωρίς καμιά ιδιαίτερη λογική συνέχεια. Το καλύτερο με τους φίλους είναι ότι πολλά πράματα μπορούν να μείνουν ανείπωτα, αλλά να καταλάβουν και οι δυο πολύ καλά τι θέλει να πει ο άλλος. Με τις γυναίκες όταν μπορούν να επικοινωνήσουν οι άντρες γίνεται σε διαφορετικό επίπεδο, γίνεται συναισθηματικά. Αν και ίσως τότε να χρειαστεί να ειπωθούν περισσότερα από όσα χρειάζονται. Υπάρχουν και τα μάτια φυσικά. Τα μάτια λένε πιο πολλά από τα λόγια, δίνουν περισσότερη χαρά από οτιδήποτε άλλο κι όμως πληγώνουν όσο και χίλια μαχαίρια. Τα μάτια μπορούν να παίξουν ένα παιχνίδι στην επικοινωνία των ανθρώπων. Ένα εγκεφαλικό παιχνίδι, που ακολουθώντας το νόμο της ζούγκλας νικάει ο πιο έμπειρος κι ο ισχυρότερος.

-Η γνώση δεν είναι δύναμη; Είπε ο σοφός μέσα στο κεφάλι του, καθώς γυρνούσε σπίτι του.
            Είχε συζητήσει για πολλά θέματα, είχε ανταλλάξει πολλές πληροφορίες, είχε μάθει και είχε διδάξει παράλληλα. Δεν ήταν λιγότερο μπερδεμένος από ότι όταν ξύπνησε το πρωί. Δεν ήταν περισσότερο σίγουρος για το βρίσκονταν μπροστά του στο μέλλον και για το πώς θα το αντιμετώπιζε. Είχε πάρει αποφάσεις λιγότερο ή περισσότερο σημαντικές, φρόντιζε να μαθαίνει για νέα πράματα, να πετυχαίνει τους στόχους που έβαζε κι όμως ένιωθε κενός κατά κάποιο τρόπο. Θα μπορούσε να μην είχε επιλέξει κάποια πράματα και να είχε συμβιβαστεί. Αλλά μήπως κι αυτά που είχε επιλέξει ήταν κι αυτά ένας συμβιβασμός; Ερωτήσεις, ερωτήσεις, ερωτήσεις... Η ζωή είναι γεμάτη από αυτές.

            Στο σπίτι του έκατσε με τους δικούς του, έφαγε μαζί τους σάντουιτς για βραδινό, είδανε όλοι μαζί το «Ράμπο: Πρώτο αίμα μέρος 3ο» και μετά από τόση κουλτούρα πήγαν όλοι να διαβάσουν κανένα βιβλίο στα κρεβάτια τους πριν κοιμηθούν. Ξεκίνησε να διαβάζει τον «Ερωτόκριτο» και η απότομη αλλαγή πολιτισμικού επιπέδου τον ζάλισε και γρήγορα αποκοιμήθηκε.

-Ποτέ δεν είναι αργά, είπε ο σοφός κι έκανε ένα βήμα προς τα πίσω.
            Ήταν ο Ερωτόκριτος που έπαιζε με το λαούτο του, κάτω από το παράθυρο της Αρετούσας ώσπου ο βασιλιάς Ηρακλής έστειλε τους φρουρούς του κι αυτός τράπηκε σε φυγή. «Δειλός!» σκέφτηκε, αλλά δεν ήταν δειλός γιατί στην επόμενη σκηνή είχε σκοτώσει δέκα στρατιώτες. Όμως είχε ένα φόβο μεγαλύτερο, την εξουσία και αυτό που ήταν αδύνατο να γίνει. Η σκηνή μπροστά του άλλαξε κι έγινε ένα γιγαντιαίο μαύρο τείχος που ήταν αδύνατο να το περάσει. Άκουσε ένα πνιχτό γέλιο πίσω του και γύρισε να δει από που προήλθε. Μια μαυροφορεμένη μορφή με άσπρα μαλλιά και μικρά κέρατα τον κοιτούσε, ενώ τα μάτια της ήταν κάρβουνα που έκαιγαν. Ένα βάρος γέμισε την ψυχή του και θέλησε να ουρλιάξει, αλλά κανείς ήχος δε βγήκε. Άρχισε να τρέχει μακριά όσο μπορούσε, όμως το έδαφος μπροστά του έγινε κινούμενη άμμος και δεν αδυνατούσε να κινηθεί. Ένιωσε τη μορφή πίσω του να του ακουμπάει τον ώμο και να του ψιθυρίζει στο αφτί: «Δεν μπορείς να κρυφτείς». Γύρισε να την κοιτάξει είχε όμως εξαφανιστεί. Τώρα βρίσκονταν σε έναν αυτοκινητόδρομο με ένα όχημα να έρχεται προς το μέρος του τρέχοντας και κορνάροντας. Τα πόδια του ήταν βαριά και δεν μπορούσε να κινηθεί. Σκέφτηκε να κινήσει το ένα πόδι και με πολύ δυσκολία το κατάφερε. Προσπάθησε το ίδιο με το άλλο, ενώ το αμάξι φαίνονταν να πλησιάζει. Κινήθηκε λίγο ακόμα ώσπου κατάφερε να φτάσει στο αυλάκι του νερού. Ποτέ δεν τον έφτασε γιατί ένα ρεύμα νερού τον παρέσυρε σα χείμαρρος κι ακούστηκε ένα μοχθηρό γέλιο. Νερό άρχισε να μπαίνει στο στόμα του και το κεφάλι του να χτυπάει στις πέτρες, ζαλίστηκε κι ένιωσε ανήμπορος. Ξεβράστηκε σε μια όχθη όπου τον περίμενε μια κοπέλα. Την είδε κι αγαλλίασε. Του προσέφερε ένα μήλο και χάρηκε. Με το που το δάγκωσε όμως, αυτή άρχισε να τρέχει μακριά. Την κυνήγησε αλλά δεν κατάφερε να τη φτάσει. Σκόνταψε σε μια πέτρα, κατρακύλησε πάνω σε κάτι βάτα και σηκώθηκε με πόνο. Κούρνιασε δίπλα σε ένα βράχο κι άρχισε να κλαίει σιγανά. Σκοτάδι γέμισε τα πάντα. Απογοήτευση. Απόγνωση. Πόθοι. Απώλεια. Πόνος. Καταστροφή. Δάκρυα. Δάκρυα. Δάκρυα. Η ζωή είναι γεμάτη από αυτά.

-Μπορείς και καλύτερα. Είπε ο σοφός και τον κλώτσησε στην κοιλιά. Δάκρυα.
            Σηκώθηκε τρεκλίζοντας. Τα μάτια του ήταν υγρά κι αίμα έσταζε από τη μύτη του. Τα πόδια του έτρεμαν και τα ρούχα του είχαν σχιστεί έτσι ώστε να τον αφήνουν ημίγυμνο. Κλαψούρισε όταν η μαυροφορεμένη μορφή εμφανίστηκε ξανά μπροστά του.

-Είσαι ένα αδύναμο κουτάβι! Του είπε η μορφή και γέλασε χαιρέκακα.
            Ρουθούνισε ρουφώντας τη μύτη του που έσταζε.
-Θα είσαι ο υποτακτικός μου, είπε συνεχίζοντας το μονόλογό του.
            Ίσιωσε το σώμα του και σήκωσε το βλέμμα να κοιτάξει τη μορφή.
-Νόμιζες ότι είσαι ελεύθερος; Οι φλόγες στα μάτια του έφεξαν περισσότερο κοροϊδευτικά.
            Τράβηξε μερικές τρίχες που έπεφταν στα μάτια του και κάρφωσε εκείνο το μοχθηρό βλέμμα.
-Άνθρωποι... είπε με μια αβεβαιότητα στη φωνή του, τα θέλετε όλα!
            Το πρόσωπό του ήταν παγωμένο και γεμάτο θυμό καθώς συνέχισε να κοιτάζει τη μορφή.
-Και τελικά δεν ξέρετε... έκανε να πει.
-Πολλά λες, τον διέκοψε.
-Πώς;! Αποκρίθηκε με σπασμένη φωνή και τα σαν κάρβουνα μάτια του έπαιξαν.
-Εσύ είσαι δικός μου, δαίμονα! Της φώναξε. Υπάρχεις επειδή υπάρχω εγώ και δική μου δουλειά είναι να σε αφανίσω!!
            Η μορφή στρίγκλισε από πόνο καθώς κάτω από τα πόδια της εμφανίστηκε ένας πύργος που την ανύψωσε ψηλά. Το τείχος εμφανίστηκε ξανά και το κοίταξε όλο μίσος. Η μορφή κατέβηκε τα σκαλοπάτια του πύργου ουρλιάζοντας, αλλά την αγνόησε. Σήκωσε τη γροθιά του και το χτύπησε διαλύοντάς το σε εκατομμύρια κομμάτια. Η μορφή τσίριξε. Με τη δύναμη της σκέψης την τύλιξε σε ένα ζουρλομανδύα, της βούλωσε το στόμα και την εκσφενδόνισε στο διάστημα.
           
Μπροστά του στέκονταν ο σοφός και μια γυναίκα με μακριά πορφυρά μαλλιά και ντυμένη με άσπρο φόρεμα. Κανένας από τους δυο τους δε μίλησε.
            -Η ελευθερία τελειώνει όταν αμφιβάλλεις και συμβιβάζεσαι. Ο δαίμονας είναι που σε κρατάει πίσω. Θα ξαναγυρίσει, μετά από κάθε διχάλα θα γυρνάει. Θα πρέπει κάθε φορά να τον πολεμάς κι αν χρειαστεί να αλλάζεις πορεία.
            Ο σοφός έμεινε αμίλητος χαμογελώντας ικανοποιημένος. Η γυναίκα ήρθε κοντά του και πλησίασε το στόμα της στο αφτί του.
            -Μυρίζομαι τη γλύκα, του ψιθύρισε και μια αίσθηση απίστευτης ευφορίας τον πλημμύρισε.
            Άνοιξε τα μάτια του και νόμιζε ότι ένιωσε ζεστό το αφτί που του είχε ψιθυρίσει η γυναίκα, μια αίσθηση που εξανεμίστηκε αμέσως. Το φως του ηλίου έλουζε το δωμάτιο και το τηλέφωνό του, που είχε ξεχάσει να το κλείσει χτυπούσε. Κοίταξε ποιος τον καλούσε, έτριψε τα μάτια του και δίστασε λίγο να το απαντήσει. Επιλογές. Επιλογές. Επιλογές. Η ζωή είναι γεμάτη από αυτές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.