Κακό όνειρο
ιστορία του Καρόλου του μαύρου Σκώληκα
"Το θέμα αυτό το μήνα δεν είναι ένα ευχάριστο αλληγορικό διάλειμμα . Δεν είναι ποίημα, κείμενο ή κάποιο καλοστημένο διήγημα . Είναι εκείνος, ο έκπτωτος άγγελος, ο αιμοσταγής παιδόφιλος, ο κρύος υγρός θάνατος Σατανάς..."
Τo όνομα μου είναι Κάρολος και τον έχω δεί , με έχει ζυγώσει, με έχει τραβήξει αφηνιασμένος μα του ξέφυγα, ξεγλίστρησα βογκώντας από το φόβο . Προσπάθησε να καννιβαλίσει τη ψυχή μου, να κάνει τα βίτσια του με το μυαλό μου .Το όνομα του είναι Σατανάς, και αν δεν μπορείς να κρατήσεις μυστικό για την ιστορία που θα σου πω, Εκείνος θα σου ράψει το στόμα με σακοράφα και σπάγκο .Τα χνώτα του ζέγδουν, έχει σύρματα περασμένα στα μάτια του, αιμορραγεί λάγνα. Τα σπλάχνα σου θέλει να κατασπαράξει ,αλλά μη σε σκοτώσει , να σε αφήσει να ψυχορραγείς στα πιο βαθειά μπουντρούμια τής ανατολής . Στα τάρταρα.
Δυσάρεστο όνειρο.
Μία πόρτα ανοίγει, παλιά-έτσι- ξύλινη χωρίς λούστρο, και είσαι σε μια οικοδομή μέσα ,
πεταμένα μπουκάλια μπύρας, σπασμένα γυαλιά, τούβλα και τσιμέντα. Κάνει κρύο σκέφτεσαι, και είσαι με να πρόσωπο άλλο, μαζί αθέατο, δε νιώθεις άνετα και κάνεις να βγεις , να πας πίσω, έξω στο δρόμο, μα ξέρεις είναι πια δύσκολο και νοιώθεις ακόμα πιο δύσφορα, ακόμα πιο πνιχτά, μα γυρίζεις να πας και συναντάς σκοτάδι.
Τα τσιμέντα έχουνε κλίση γύρω σου και αυτός ο άλλος τριγυρνάει στο πλάγι σου μόλις. Στο δωμάτιο πού 'σαι το στενό, είναι μαζί σου ένας λύκος, σε κοιτάει κακά .Το άγχος σου μεγαλώνει σε κυκλώνει ο φόβος-σε περικυκλώνει αόρατα-και ο λύκος σου κάνει επίθεση, το τρίχωμα του είναι μαύρο, γυαλιστερό και σκληρό και τα μάτια του ίσα που φαίνονται .Σου ορμάει , πριν σε αρπάξει καταλαβαίνεις, δεν έχει μάτια είναι τέχνασμα του κακού απεσταλμένος του, σε πιάνει και οι δυο ξεκινά να σπαράζετε σε μία κακιά και άνιση μάχη .Και στη θύελλα του κάνεις επίθεση και στα ύστερα του δαγκώνεις με μανία τη σάρκα.
Ο πανικός σε χει αρπάξει σε δίνη, στροβιλίζεσαι και εκεί πάνω στην μάχη κάνεις βουτιά σε παγωμένη άγνωστη θάλασσα . Ησυχία . Είσαι μες το νερό μόνος, άνωση κακιά
σε ξερνάει επάνω να επιπλέεις σε ήσυχη θάλασσα. Πνίγεσαι και ξερνάς άρμη. Πλησιάζει το σούρουπο....
Ο εφιάλτης
Κάνεις τα πρώτα σου βήματα έξω απ' το νερό και είναι σαν κάτι να έχει αλλάξει, είναι σαν κάτι να κουβαλάς πάνω στην πλάτη, κάτι να σε βαραίνει .Είσαι κοντύτερος και πιο νέος πολύ, είσαι παιδί γύρω στα δέκα και όλο αυτό μοιάζει ταξίδι να είναι στο χρόνο . Προχωράς, περπατάς και γρήγορα μπαίνεις σε μία πόλη. Οι δρόμοι είναι άδειοι, σκουπίδια να τα παίρνει ο αέρας και να τα χτυπά το να με τ' άλλο και σκόνη πολύ να σηκώνετε να σου βαραίνει η ανάσα . Και όσο προχωράς τόσο πιο βαρύς, τόσο μεγαλύτερο άγχος.
Βρίσκεσαι έξω από ένα σχολείο , είν' το σχολείο σου-μα το άγχος και ο φόβος είναι 'κει και μεγαλώνει, θηρίο γίνεται κακό και σε κοιτάει με λύσσα .Τρέχεις και ανεβαίνεις τις σκάλες, είσαι μές το σχολείο, και βρίσκεσαι στον πρώτο του όροφο .Ένας μεγάλος διάδρομος απλώνεται εμπρός σου, στα δεξιά είναι πόρτες πράσινες και ξύλινες βαριές και στα αριστερά ένας μουντός, βουκόλικος τοίχος, λίγο πιο πάνω του στη σειρά μέχρι το τέλος φεγγίτες και εκεί από κάτω τους
να στέκεται ορθή μια πόρτα, μην την ανοίξεις γύρε και φύγε.
-Όλα στέκουν σταθερά και ακίνητα, έξω σουρουπώνει, σε λίγο το σκοτάδι θα πέσει -Σαν από ταυρομάχου γρήγορη κίνηση, μετάξι στο χώμα την κάπα του ρίχνει, και η γη όπως πάντα είναι άπληστη να ρουφήξει σαν αίμα-
Στέκεσαι εκεί, παιδί κοντά δέκα .Το άγχος σου δέρνει την καρδιά, το στήθος σου πονάει σα να 'χεις χάσει από το θάνατο άνθρωπο και ο φόβος σε έχει κάνει να κλαίς , πνιχτά χωρίς δάκρυα, να μην
μπορείς να ξεσπάσεις. Νιώθεις αίμα να γεμίζει το στόμα σου και γύρω στοιχειά να κοιτάνε, χλευάζουν, κερνάνε μίσος και άβυσσο. Όλα γύρω μυρίζουνε άνθρακα, αρρώστια και σχιζοφρένεια, που και που ξαφνιάζεσαι από ανύπαρκτα πρόσωπα και 'να βουητό κατάρα να ρίχνει σαν το γυαλάκι να σπάσεις.
Οι πόρτες αρχίζουν να χτυπάνε με βία και βλαστήμιες απ' τις αίθουσες βγαίνουν-άσπρα στοιχειά με κουρέλια για ρούχα και τραγικές προτομές , ήχους λεπτούς και τσιριχτούς να παράγουν- Οι τοίχοι να αναβλύζουνε πύον και αίμα πληγών σάπιο, και χέρια άσπρα- με της πανούκλας σημάδι -να ξερνούν μέσα από μεμβράνες οι τοίχοι.
Τρέχεις προς την πόρτα στο βάθος του διαδρόμου, έξω να ηχούνε οι σάλπιγγες και είλωτες να σπάνε της πέτρες, ήχοι από καρμανιόλες και δρεπάνια να θερίζουν πανικούς, ποτάμια το αίμα.
Είσαι κοντά στην πόρτα και χέρια κακά, που έχουνε φυτρώσει στους τοίχους ,θέλουν να σε τραβήξουν μαζί, μέσα στα άδυτα μέσα στα χάοι. Και όσο κοντύτερα στην πόρτα τόσο η μπόχα να ρέει και τα παράσιτα να προσπαθούν να σου φάνε τα μάτια.
Ανοίγεις την πόρτα πάνω στα ύστερα , βρίσκεσαι σε μία σχολική αίθουσα, και κλείνει αυτή με πίσω σου με μανία μεγάλη , στον κρότο της όλα σωπαίνουν, όλα μένουν ακίνητα. Γύρω θρανία, ο μαυροπίνακας και παράθυρα που τώρα πια μπαίνει το φώς , είναι πια μέρα, μα το βάρος το άγχος και το παράλογο δεν σε χουν ξεκαβαλικέψει , κλαίς ακόμα πνιχτά. Και 'κει στο κενό, ξεκινούν τα θρανία και τρίζουνε και 'πειτα να αιωρούνται , βουητά ν' αναδύονται και να χέρι με δύναμη σε τραβάει από πίσω .Και συ παλεύεις να φύγεις, το ξέρεις πώς αν βγεις απ την αίθουσα τον σατανά θα κοιτάξεις κατάματα και την κακιά θα γνωρίσεις του πλάνη. Και βάζεις όλη τη δύναμη και σκούζεις και κλαίς κι οδύρεσαι, μέχρι που χτυπάς με τεράστια δύναμη και ουρλιαχτό το θηρίο. .Και αυτό σε αφήνει και χάνεται και όλα είναι και πάλι σα πρώτα
Λίγο πιο πίσω ξαπλώνει μία γυναίκα στο κρύο μωσα'ι'κό, φοράει μαύρα, είναι ξαπλωμένη στο πλάι, προχωράς δειλά , της ακουμπάς την πλάτη και τη γυρίζεις να δεις αν σε 'χει ανάγκη, είναι η μάνα σου, το πρόσωπό της είναι σαπισμένο και σου ουρλιάζει -ότι είναι δικό σου το λάθος. Εσύ την κατάντησες έτσι.
Δεν υπάρχουν σχόλια: