Νεκροφάνεια
ιστορία του Τραχανά
τίτλος έργου "camera shy" gallery deviantart.com |
«Κάποια βραδιά ως περνούσανε από το Μπέι οφ Μπίσκι. μ’ ένα μικρό τον βρήκανε στα στήθια του σπαθί. Ο πλοίαρχος είπε «θέλησε το στίγμα του να σβήσει» και διέταξε στη θάλασσα την κρύα να κηδευτεί.»
Στο χώρο όπου είχε βρεθεί κυριαρχούσε το σκοτάδι, το οποίο διαταράσσονταν μόνο από μικρές αναλαμπές φωτός εδώ κι εκεί. Δεν ήταν όμως ένα σκοτάδι που το αντιλαμβάνονταν με την όρασή του, αλλά κυριαρχούσε σε όλες του τις αισθήσεις: μπορούσε να το δει, να το ακούσει, να το ακουμπήσει, να το μυρίσει, να το γευτεί. Υπήρχε παντού, αλλά δεν τον φόβιζε, δεν ένιωθε κανένα συναίσθημα, όλο του το είναι είχε χαθεί, πέρα από την αίσθηση ορισμένων αναμνήσεων. Αναμνήσεις όλων εκείνων των αισθήσεων που τώρα καλύπτονταν από σκοτάδι. Ένιωθε σα να είχε μόλις ξυπνήσει, αλλά και σα να μην είχε κοιμηθεί ποτέ του. Είχε τέλεια διαύγεια, δίχως να ’χει κάτι να λογιστεί, απλώς υπήρχε.
Στο χώρο όπου είχε βρεθεί κυριαρχούσε το σκοτάδι, το οποίο διαταράσσονταν μόνο από μικρές αναλαμπές φωτός εδώ κι εκεί. Δεν ήταν όμως ένα σκοτάδι που το αντιλαμβάνονταν με την όρασή του, αλλά κυριαρχούσε σε όλες του τις αισθήσεις: μπορούσε να το δει, να το ακούσει, να το ακουμπήσει, να το μυρίσει, να το γευτεί. Υπήρχε παντού, αλλά δεν τον φόβιζε, δεν ένιωθε κανένα συναίσθημα, όλο του το είναι είχε χαθεί, πέρα από την αίσθηση ορισμένων αναμνήσεων. Αναμνήσεις όλων εκείνων των αισθήσεων που τώρα καλύπτονταν από σκοτάδι. Ένιωθε σα να είχε μόλις ξυπνήσει, αλλά και σα να μην είχε κοιμηθεί ποτέ του. Είχε τέλεια διαύγεια, δίχως να ’χει κάτι να λογιστεί, απλώς υπήρχε.
Τα μικρά στίγματα φωτός συνέχιζαν το παιχνίδι τους μέσα στο σκοτάδι, αλλά δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για αυτά, απλώς υπήρχαν κι αυτά. Αυτό συνεχίστηκε για αρκετό καιρό αν μπορούσε να μετρήσει το χρόνο και αν πραγματικά περνούσε η ώρα. Παρόλο αυτά κάποια στιγμή κάτι κινήθηκε και κάτι άλλαξε. Του φάνηκε ότι υπήρχε ένα στίγμα μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα κι αντιλήφθηκε ότι υπήρχαν διαστάσεις κι αυτό βρίσκονταν στο βάθος. Θέλησε να κινηθεί προς το μέρος του και όντως μετατοπίστηκε με αποτέλεσμα το στίγμα να γίνει λίγο μεγαλύτερο. Συνέχισε να το επιθυμεί και προχώρησε κι άλλο, ενώ το στίγμα έγινε ακόμα πιο μεγάλο. Αμέσως ένιωσε κάτι, που θα το ονόμαζε κάποιος περιέργεια και μετακινήθηκε πιο κοντά του.
Κινούνταν προς το μέρος του στίγματος και μέσα του ξυπνούσε μια λαχτάρα να μάθει περισσότερα για αυτό. Όσο περνούσε η ώρα το ήθελε όλο και πιο πολύ κι είχε αρχίσει να τρέχει προς το μέρος του. Πλέον το ποθούσε. Παράλληλα, ένιωθε κι άλλα πράγματα που δεν μπορούσε να τα προσδιορίσει, αλλά τα ένιωθε. Του δημιουργούνταν η αίσθηση ότι υλοποιούνταν, ότι ξεχώριζαν οι αισθήσεις του μία προς μία κι αντιλαμβάνονταν την υπόσταση εκείνου του κόσμου. Ξάφνου, όταν το στίγμα είχε γίνει μια τεράστια σφαίρα φωτιάς μπροστά του τα μάτια του τυφλώθηκαν, τα αυτιά του άκουσαν τα μαλλιά του να τσιτσιρίζουν, το δέρμα του ένιωσε την κάψα του πυρός, εισέπνευσε τη μυρωδιά των καμένων μελών του και γεύτηκε την αλμύρα του ιδρώτα του που κύλησε στα χείλη του. Ούρλιαξε απελπισμένα κι ακούστηκε ένας διαπεραστικός ήχος που ήταν σαν να έσκιζε τις διαστάσεις κι έπειτα πάλι σκοτάδι.
Ανοιγόκλεισε τα μάτια του, γιατί το φως τον τύφλωνε και προσπάθησε να καθαρίσει την όρασή του. Ένας πόνος διέτρεχε όλο του το κορμί, αλλά περνούσε σταδιακά και μ’ ένα γρήγορο έλεγχο κατάλαβε ότι δεν ήταν πληγωμένος κι ότι ήταν αρτιμελής. Είχε αναμνήσεις, αλλά καμία από εκείνο τον τόπο που κυριαρχούνταν από αυτό το φως που βρίσκονταν μπροστά του. Είχε ξυπνήσει από τη λήθη και θυμόνταν τα πάντα: τη ζωή του, την οικογένεια του, τους φίλους του, τη θάλασσα που πάντα τον μάγευε, τα βουνά που περπάτησε, το χαμόγελό της, την πόλη του, το μαχαίρι και το αίμα να κυλάει... Το τελευταίο τον συγκλόνισε, αλλά πριν προλάβει να εκφράσει οποιοδήποτε συναίσθημα το φως άρχισε να πάλλεται διακόπτοντας τις σκέψεις του. Ακούστηκε μία φωνή που κατέκλυσε όλο του το είναι.
– Η ΛΗΘΗ ΕΙΝΑΙ ΣΚΛΗΡΗ, ΑΛΛΑ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ ΣΚΛΗΡΟΤΕΡΗ.
Έκανε να ψελλίσει κάτι, αλλά δεν τα κατάφερε.
– ΑΛΛΑ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΟΜΩΣ ΕΧΕΙ ΚΑΤΙ ΤΟ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΣ. ΥΠΑΡΧΕΙ.
– Όμως... Ήταν πολύ δύσκολο... Πολύ δύσκολο...
– Ο ΠΟΝΟΣ ΣΕ ΕΚΑΨΕ. ΣΕ ΞΥΠΝΗΣΕ. ΕΙΔΕΣ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΚΑΙ ΒΓΗΚΕΣ. ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΕΚΑΝΕΣ;
– Δεν ξέρω... Φάνηκε διαφορετικό... Τόσα στίγματα... Κάτι μεγαλύτερο, κάτι άλλο...
– ΑΡΑ ΕΝΙΩΣΕΣ. ΕΝΙΩΣΕΣ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ. ΕΝΙΩΣΕΣ ΕΝΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ.
– Ήταν κάτι... καινούργιο. Τόσα πολλά για να αντέξει κανείς πριν... δεν μπορούσα...
– ΕΝΙΩΘΕΣ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΙΝ. ΜΕΤΑ ΣΕ ΤΥΛΙΞΕ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΜΕ ΔΙΚΙΑ ΣΟΥ ΕΠΙΛΟΓΗ. ΓΙΑΤΙ;
– Πονούσα πολύ... τα ’χα χάσει όλα. Εκείνη... τη δουλειά.... ήταν το ποτό...
– ΘΟΛΩΣΕΣ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΣΟΥ. ΕΡΙΞΕΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΟΥ ΕΝΑ ΠΕΠΛΟ.
– Δεν μπορούσα να το αντέξω άλλο... ήταν πάρα πολλά για να τα αντέξω.
– ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΑ; ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΙΔΕΑ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ.
– Είδα, πολλά, υπέφερα πολύ.... Τι άλλο να έκανα; Δεν το άντεχα... Δεν το άντεχα!!
– ΚΑΙ ΤΙ ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΑΠΟ ΑΥΤΟ;
– Δεν ξέρω... λήθη...
– ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΟΜΩΣ ΒΓΗΚΕΣ. ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ ΤΟ ΕΠΕΛΕΞΕΣ, ΟΤΑΝ ΕΝΙΩΣΕΣ ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ. ΥΠΗΡΧΑΝ ΠΟΛΛΑ ΚΑΛΕΣΜΑΤΑ.
– Ήταν όμορφα... αλλά γιατί; Γιατί να περάσω μία ζωή έτσι;
Εκείνη τη στιγμή ένα ρεύμα αέρος τον συνεπήρε και τον μετέφερε στο χώρο και το χρόνο. Είδε τα πάντα να δημιουργούνται, να διαλύονται, να ξαναδημιουργούνται και να ξαναδιαλύονται. Διαστρεβλώθηκαν όλες οι διαστάσεις και μεταφέρθηκε μπροστά από ένα βουνό μεγάλο σαν το μεγαλύτερο βουνό της γης.
Το βουνό ήταν όλο φτιαγμένο από διαμάντι και μια σταγόνα έπεφτε χτυπώντας στην κορυφή του. Μια φωνή του ψιθύρισε στο αυτί ότι χτυπούσε κάθε ένα εκατομμύριο χρόνια της γης. Είδε όλο το βουνό να διαλύεται από τις σταγόνες που το βομβάρδιζαν και δεν ήξερε πραγματικά πόσος καιρός είχε περάσει, στη σκέψη του κυριαρχούσε η ζωή του: η θάλασσα, η αλμύρα, ο ήχος των πουλιών, εκείνη, η θέρμη του ήλιου. Το οπτικό του πεδίο σκοτείνιασε και στη συνέχεια επανήλθε εμπρός του η πύρινη σφαίρα.
– ΕΙΔΕΣ ΕΝΑ ΨΗΓΜΑ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑΣ.
– Ήταν όμορφα... Θυμόμουν τη ζωή μου... Ήταν τόσο ωραία η γη.
– ΖΟΥΣΕΣ ΜΕ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΓΙΑ ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΚΑΙΡΟ.
– Αναμνήσεις... τόσες πολλές και τόσο λίγες... Τόσο γλυκές...
– ΑΥΤΗ ΗΤΑΝ Η ΖΩΗ ΣΟΥ, ΠΟΥ ΕΣΥ Ο ΙΔΙΟΣ ΑΠΑΡΝΗΘΗΚΕΣ! ΠΟΥ ΕΣΥ Ο ΙΔΙΟΣ ΠΗΡΕΣ! ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΔΕΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ!
– Κι όμως ήταν τόσο λίγο... Τόσο παλιά...
– Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΟΠΩΣ Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΗ ΖΩΗ.
–Δεν καταλαβαίνω...
– ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΕΙ ΑΝΕΚΤΙΜΗΤΗ. ΕΝΑ ΦΙΛΙ, ΕΝΑΣ ΨΙΘΥΡΟΣ, ΜΙΑ ΜΥΡΩΔΙΑ, ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΧΑΡΑΚΤΟΥΝ ΑΝΕΞΙΤΗΛΑ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΣΟΥ. ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΟΤΙ ΚΡΑΤΗΣΑΝ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΟΜΩΣ, Η ΘΥΜΗΣΗ ΤΟΥΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΕ ΣΥΝΤΡΟΦΕΥΕΙ ΜΙΑ ΖΩΗ.
– Θυμάμαι τώρα καλά αυτά... Είχα κάποιες πολύ όμορφες στιγμές.
– ΠΑΝΤΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ. ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΨΑΞΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΟΥ.
– Ακούγεται σωστό... Όμως θα περάσω μια αιωνιότητα με το να θυμάμαι το τι έζησα;
– Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ. ΕΣΥ ΤΗΣ ΔΙΝΕΙΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΝΟΗΜΑ. ΕΣΥ ΤΗ ΣΧΕΔΙΑΖΕΙΣ ΚΑΙ ΤΗ ΧΡΩΜΑΤΙΖΕΙΣ. ΕΣΥ ΤΗΣ ΔΙΝΕΙΣ ΧΡΟΝΟ.
– Όμως... τώρα είναι πια αργά.
– ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΓΑ ΓΙΑ ΝΑ ΑΛΛΑΞΕΙΣ ΚΑΤΙ. ΕΣΥ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΤΕΡΝΗ ΣΟΥ ΤΗΝ ΠΝΟΗ.
– Δε βοηθάει και πολύ αυτό...
– ΓΥΡΝΑ ΠΙΣΩ ΣΤΗ ΓΗ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΙΣΕ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΤΗ ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΖΩΗ, ΑΛΛΑ ΒΟΗΘΗΣΕ ΚΑΙ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΠΟΥ ΣΕ ΕΧΟΥΝ ΑΝΑΓΚΗ. ΔΙΔΑΞΕ ΤΟΥΣ Ο,ΤΙ ΕΜΑΘΕΣ ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ. ΑΥΤΟ ΟΜΩΣ ΒΟΗΘΑΕΙ.
Η ανάσα του έβγαινε βαριά, ενώ τα μάτια του ανοιγόκλεισαν με δυσκολία καθώς τυφλώνονταν από ένα λευκό φως. Πήρε άλλη μία αναπνοή κι άφησε να του φύγει ένας μυκηθμός. Μια φωνή ήρθε στα αυτιά του.
– Εντάξει παιδιά, είναι ξανά μαζί μας, άκουσε να λέει μια μασκοφορεμένη μορφή.
Δεν υπάρχουν σχόλια: